Ειναι τεταρτη βραδάκι. Έχω δυο μήνες να πάω με γυναίκα κι έχω φλιπάρει. Ούτε στην πιτσαρία που δουλεύω είναι καλά τα πράγματα, αλλά εμένα η γυναίκα με καίει. Έχω κλείσει ραντεβού στις εννιά με μια γκόμενα που γνώρισα στο τσατ, τίποτα σοβαρό, μόνο για ξεκάπνισμα. Κατεβαίνω με το παπί τη Μεσογείων και φρακάρω στην κίνηση. «Γιατί τέτοιο πήξιμο τέτοια ώρα;» ρωτάω έναν μουστακαλή ταρίφα. «Έχουν ντιμπέιτ», λέει, «οι δυο αρχηγοί στην τηλεόραση κι έχουν κλείσει τους δρόμους για να περάσουν οι λιμουζίνες». Έχει στουμπώσει το σύμπαν κι εγώ αγκομαχώ με σφήνες. Έξω από το κανάλι γίνεται της κακομοίρας, γιατί κατεβαίνει ο ένας αρχηγός απ’ το μαύρο αμάξι. Τον είδα ένα δευτερόλεπτο να χαιρετάει τον κόσμο και σιχάθηκα. Έχει βάψει τα δόντια άσπρα για να χαμογελάει καλύτερα ο παπάρας. Είναι δεν είναι σαράντα χρονών και οι δημοσκοπήσεις τον δίνουν φαβορί. Όποια γκόμενα και να ρωτήσεις, αυτόν θα ψηφίσει. Το μέλλον της χώρας, ο αυριανός πρωθυπουργός, μη χέσω. Εγώ έχω να πάω δυο μήνες με γυναίκα, αύριο θα είμαι άνεργος και ο παπάρας έβαψε τα δόντια άσπρα για να τον ψηφίσουν οι αγάμητες. Μου ’ρχεται να πάρω φόρα να του ρίξω κουτουλιά. Χώνομαι μέσα στον κόσμο με το παπί για να ξεμπλέξω μια ώρα αρχύτερα και τον παρακολουθώ να περπατάει με τουπέ και καμάρι. Μόλις ο αρχηγός πατάει το πλατύσκαλο το μαρμάρινο το μεγάλο, σταματάει, κρατιέται απ’ τον ώμο του σωματοφύλακα και βγάζει το αριστερό παπούτσι του. Σκαρπίνι μαύρο γυαλισμένο. Κάνα πετραδάκι θα ’χει μπει μέσα και τον ενοχλεί, σκέφτομαι. Εντάξει, δεν λέει να κάνεις ντιμπέιτ με ένα πετραδάκι να σ’ ενοχλεί, αλλά όχι να βγάζεις και το παπούτσι στο πλατύσκαλο. Άσπρες κάλτσες φοράει ο παπάρας. Μα είναι δυνατόν να θες να γίνεις πρωθυπουργός και να φοράς άσπρες κάλτσες με μαύρο σκαρπίνι; Και να σε γουστάρουν κι όλες οι γκόμενες της χώρας; Έλεος, δηλαδή!
Κι εγώ να ’χω μπλοκαριστεί ανάμεσα στα αυτοκίνητα και να μην κουνιέται φύλλο. Κοίτα που θ’ αργήσω στο ραντεβού με τις μαλακίες τους και δεν έχω και το κινητό της γκόμενας να την πάρω να μη μου φύγει, γιατί φοβότανε, λέει, να μου το δώσει στο τσατ. Αφού έχω κολλήσει για τα καλά, βάζω τη στέκα, κατεβαίνω κι αρχίζω να πλησιάζω με τα πόδια να δω τι παίζει από κοντά. Άμα αργήσω στο ραντεβού με το κωλοντιμπέιτ και δεν γαμήσω απόψε το τσαταλάκι, θα γαμήσω και τους αρχηγούς και τα εκτελεστικά τους γραφεία και τις οργανωτικές τους γραμματείες. Δυο μήνες είναι αυτοί γεμάτοι, πόσο πια;
Μια μαύρη λιμουζίνα σταματάει ακριβώς μπροστά μου και κατεβαίνει πρώτα ένας σβέλτος, που ανοίγει την πίσω πόρτα να κατέβει ο άλλος αρχηγός. Αυτός είναι γέρος κι όπως τον βλέπω τώρα απ’ τα πέντε βήματα, φαίνεται και κουρασμένος. Με τίποτα δεν κερδίζει αυτός τον πιτσιρικά στις εκλογές. Γέρος και καραφλός μπροστά στον άλλο με τ’ άσπρα δόντια. Καμία ελπίδα. Κι όμως τον συμπάθησα τον κακομοίρη τον γεράκο τώρα που τον είδα από κοντά και ασυναίσθητα τον παίρνω στο κατόπι. Δυο βήματα πίσω του, μου την πέφτει ένας γεροδεμένος.
«Πού πάτε, κύριε;» μου γκαρίζει.
«Να μιλήσω στον πρόεδρο», του λέω.
«Δεν είναι ώρα, κύριε, είστε σοβαρός;»
Βάζω τα χέρια σαν χωνί στο στόμα και του φωνάζω:
«Πρόεδρε, είσαι χαμένος από χέρι στο ντιμπέιτ. Μόνο εγώ μπορώ να σε βοηθήσω να τον κερδίσεις!»
Ο γεράκος κοντοστέκεται και γυρνάει απορημένος. Δυο τύποι –ασφαλίτες θα ’ταν– με βουτάνε και με τραβάνε μακριά.
«Άσε με να σου πω το μυστικό να τον κάνεις κιμά…» φωνάζω εγώ πιο δυνατά.
Εκείνος με κοιτάζει σαστισμένος. Ένας κουστουμάτος τρέχει προς το μέρος μου.
«Τι θέλεις να πεις στον Πρόεδρο και φωνάζεις;»
«Μόνο στον ίδιο θα μιλήσω, όχι σε σένα».
Κάνει νόημα στους δυο να σταματήσουν να με τραβούν και γυρίζει στον πρόεδρο. Κάτι ψιθυρίζουν και τον φέρνει προς το μέρος μου. Κάνει νόημα στους δύο να μη μ’ αφήσουν και μου λέει:
«Εδώ είναι ο Πρόεδρος, τι τον θέλεις;»
«Σκύψε, Πρόεδρε, να σου πω στ’ αυτί το μυστικό, μόνο σε σένα, σε κανέναν άλλον».
Ο γεράκος τα ’χει χάσει. Ο κουστουμάτος κάνει νόημα να με απομακρύνουν.
«Δυο λέξεις θα του πω στ’ αυτί και θα τον κερδίσει τον πιτσιρικά τον αντίπαλο».
Ο πρόεδρος έρχεται προς το μέρος μου και σκύβει το κεφάλι του να με ακούσει.
«Λίγο πριν τελειώσει το ντιμπέιτ, ρίξ’ του μια γερή πατουχιά στο αριστερό του πόδι, γερή όμως να ματώσει, να σωριαστεί στο πάτωμα. Θα έρθουν οι δικοί του, θα του βγάλουν το παπούτσι και οι κάμερες δεν θα έχουν προλάβει να κλείσουν. Είναι βρώμικες οι κάλτσες του, Πρόεδρε, τις είδα πριν από πέντε λεπτά! Πενταβρώμικες, σου λέω, μαύρες στην πατούσα. Όλες οι γκόμενες της Ελλάδας θα δουν ότι φοράει λερωμένες κάλτσες ο ατσαλάκωτος. Χάλασέ του τη μόστρα, Πρόεδρε, με τη φάτσα πάει να σε κερδίσει!»
Τον είδα σκεφτικό τον πρόεδρο όταν άρχισε να απομακρύνεται. Με τράβηξαν με δύναμη οι δυο μακριά.
«Κι άμα κερδίσεις τις εκλογές, θα έρθω να μου γνωρίσεις καμιά ομορφούλα γραμματέα σου», πρόλαβα και του φώναξα. «Δυο μήνες έχω να πάω με γυναίκα, Πρόεδρε!»