Επιτρεψτε μου να σας συστήσω τον Ιάκωβο τον κολλητό μου, παράξενη περίπτωση. Στα τριάντα δύο του, όταν τελείωσε τις βόλτες στα πανεπιστήμια και στα μπαρ, έδωσε εκατόν ογδόντα ευρώ κι άνοιξε επιχείρηση. Ενενήντα ευρώ το κοστούμι, εξήντα τα παπούτσια και τριάντα το πουκάμισο. Ξυπνάει κάθε πρωί κατά τις δέκα με έντεκα, ξυρίζεται, ντύνεται και πηγαίνει στην επιχείρησή του: Επιλέγει μικρά μαγαζιά συνοικιακά που μαθαίνει πως ψιλοκλέβουν τους πελάτες και τον ΦΠΑ και μπαίνει μέσα κάνοντας ότι ψάχνει επειγόντως κάτι πολύ συγκεκριμένο. Παζαρεύει σκληρά την τιμή, έως και τριάντα σαράντα τοις εκατό κάτω, προτείνοντας να μην του κόψουν απόδειξη. Εννιά στους δέκα εμπόρους δέχονται κι όταν πάει στο ταμείο να πληρώσει, τους ρίχνει ένα άγριο χαμόγελο καθώς προφέρει τη λέξη: «Εφορία». Από εκατό έως διακόσια ευρώ παίρνει χαλαρά λάδωμα από κάθε μαγαζάτορα, μόλις τους ενημερώσει ότι το πρόστιμο είναι τρεις χιλιάδες ευρώ. Μια φορά μάλιστα, ένας του ’δωσε από μόνος του τριακόσια ευρώ κλαίγοντας. Τον λυπήθηκε, αλλά τι να κάνει, τα πήρε λόγω ανάγκης.
Κάθε απόγευμα φτιάχνει φραπέ, κάθεται στην τηλεόραση και βλέπει μόνο παλιά γουέστερν που κατεβάζει απ’ τον υπολογιστή. Στις εννιά πηγαίνει απαραιτήτως βόλτα τον σκύλο του, ένα φοξ τεριέ γέρικο που το βρήκε φολαρισμένο και το μάζεψε. Κοπέλα δεν έχει, γιατί δεν θέλει να έχει, όχι επειδή είναι άσχημος. Μετά τις δέκα κάθε βράδυ έρχεται σπίτι μου και παραγγέλνουμε βρώμικο, πίνουμε μπίρες και γρατζουνάμε δυο κιθάρες. Μ’ αφήνει εμένα μόνο να τραγουδάω, γιατί αυτός ακούγεται, λέει, σαν βραχνό πετεινάρι.
Και μετά ξημέρωσε η μέρα που ξέραμε πως θα ’ρθει και ο Ζακ πέθανε, γιατί είχε καρκίνο και τελευταία είχε αδυνατίσει πολύ. Κι εγώ τρελάθηκα στον πόνο και πήγα σπίτι του να τον ξενυχτίσω με τη μάνα του και κάτι γριές. Δεν είχε φίλους ο Ζακ, είχε γίνει παράξενος τον τελευταίο καιρό, μόνο με μένα βρισκόταν, μα στην κηδεία του την άλλη μέρα ήταν κόσμος πολύς. Και κλαίγανε όλοι και χτυπιούνταν για τον Ζακ τον ρέμπελο, τον αλητάκο με το κοστούμι, που έβλεπε μόνο γουέστερν και γρατζουνούσε τα βράδια μια κιθάρα, χωρίς να τραγουδάει.
Η μάνα του με πήγε απ’ το σπίτι τους μετά, γιατί της είχε αφήσει παραγγελιά στερνή να πάρω μαζί μου το γέρικο φοξ τεριέ να το προσέχω. Και μου ’δωσε σε μια σακούλα σιδερωμένο το κοστούμι –την επιχείρηση των εκατόν ογδόντα ευρώ– να βγαίνω κάθε μέρα μια βόλτα στα μαγαζιά, γιατί είναι –της είπε να μου πει– πολλές οι οικογένειες στην περιοχή που έχουν ανάγκη.