Τη μερα που πεθανε η μαμά δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Μετά που τη θάψαμε και γύρισα σπίτι, έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι όπου την είχαμε κι άρχισα να κλαίω, μέχρι που σηκώθηκα και μάσησα μια τρίχα της που ’χε κολλήσει στα χείλια μου απ’ το μαξιλάρι. Είχε άσπρες τρίχες στα μαλλιά η μαμά, δεν ήθελε να τα βάφει, κι ας ήταν μόλις πενήντα έξι. Μια άσπρη τρίχα της μαμάς στο στόμα μου ήταν ό,τι ζωντανό της μου είχε απομείνει.
Κάθισα οκλαδόν, έβαλα την τρίχα στη φούχτα μου και την έκλαιγα όλη νύχτα κουνώντας τον κορμό μου μπρος πίσω, μέχρι που ξημέρωσε κι είπα πως θέλω αυτήν την τρίχα να την έχω μαζί μου για πάντα. Σκέφτηκα να την τυλίξω στον καρπό μου σαν κομποσκοίνι, σκέφτηκα να την περάσω στο δάχτυλο σαν βέρα, μα τελικά αποφάσισα να τη δέσω σφιχτά σ’ ένα δόντι μου. Σε ένα μπροστινό κάτω δόντι μου. Έτσι κι έκανα. Έδεσα τον κόμπο διπλό, ενισχυμένο, από τη μέσα μεριά, κάτω απ’ τη γλώσσα, για να μη φαίνεται.
Άσπρη τρίχα δεμένη σε άσπρο δόντι δεν ξεχώριζε κι εγώ χαρούμενος κουβαλούσα τη μαμά πάντα μαζί μου. Έτρωγε ό,τι έτρωγα, έπινε ό,τι έπινα, έβριζε όποιον έβριζα, φίλαγε όποια φίλαγα. Κι άμα την έφερνα στη σκέψη μου, χάιδευα με τη γλώσσα μου τον διπλό κόμπο και γελούσα. Όταν ο μπαμπάς και η αδερφή μου πήγαιναν στον τάφο κι έκλαιγαν τη μαμά, εγώ τους έλεγα πως δεν μπορώ να το αντέξω και δεν πήγαινα. Μα πού να τρέχω τώρα στα μάρμαρα, αφού μπορούσα να κάνω έτσι τη γλώσσα μου και να της μιλήσω. Κι όταν έβγαινα, έπινα συνέχεια τζιν τόνικ γιατί αυτό άρεσε στη μαμά να πίνει, πικρό μού φαινόταν στην αρχή αλλά το συνήθισα, όπως συνήθισε και η γλώσσα μου τον διπλό κόμπο, όπως συνήθισε κι ο μπαμπάς το άδειο διπλό κρεβάτι, όπως συνήθισε κι η αδερφή μου να πλένει τα ρούχα όλων μας.
Κι όταν φιλιόμουνα με γυναίκα, έγλειφα λίγο τη γλώσσα και λίγο τη μαμά, λίγο τη γλώσσα και πιο πολύ τη μαμά, για να καταλάβω αν την εγκρίνει. Και το καταλάβαινα, γιατί άμα δεν της άρεσε με τσίμπαγε άγρια, άμα της άρεσε με χάιδευε απαλά κι ύστερα την ξεχνούσα τη μαμά και αφοσιωνόμουν στα μετά τα φιλιά.
Με την Ηρώ δεν ξεκίνησαν καλά τα πράγματα, γιατί απ’ το πρώτο φιλί στο αυτοκίνητο με τσίμπαγε άγρια η μαμά. Η Ηρώ είναι καλή και όμορφη κι έχει ως γυναίκα όλα όσα ονειρευόμουνα από μικρός, αλλά όσο την ερωτευόμουν, τόσο πιο πολύ με τσίμπαγε η μαμά. Και τη βραδιά που το κάναμε με την Ηρώ στο σπίτι του Νώντα, συνέβη το μοιραίο. Έφαγα τη μαμά. Μόλις τελείωσα και ξάπλωσα ανάσκελα, έβαλα τη γλώσσα για να της μιλήσω κι έλειπε η μαμά – την είχα καταπιεί. Δεν της άρεσε η Ηρώ καθόλου, το ’χα καταλάβει. Από παιδί ήξερα πως η γυναίκα που θα ερωτευτώ δεν θα άρεσε στη μαμά. Και την Ηρώ την ήθελα τόσο πολύ, που δεν άντεξε η μαμά και αυτοκτόνησε, άλλωστε η ζωή της κρεμόταν από μια τρίχα.
Έκλαψα ανάσκελα στο κρεβάτι για τον χαμό της μαμάς, αλλά μόλις με φίλησε η Ηρώ για να με ησυχάσει, της τράβηξα με δύναμη μια τρίχα απ’ τα μαλλιά της και της ζήτησα να με παντρευτεί.