Φόβος κανένας by Γιάννης Φαρσάρης - HTML preview

PLEASE NOTE: This is an HTML preview only and some elements such as links or page numbers may be incorrect.
Download the book in PDF, ePub, Kindle for a complete version.

Σοκολάτα και γλαδιόλες

Ας ποyμε οτι η ώρα είναι τέσσερις το απόγευμα ακριβώς, ότι είμαι μόνος στο σπίτι και περιμένω την Κλέλια μου να γυρίσει απ’ τη δουλειά κι έστω τώρα ότι αποφασίζω να αυτοκτονήσω με μια χούφτα χάπια γιατί ούτε σήμερα βρήκα δουλειά και είμαι άνεργος τώρα έναν χρόνο ή έστω ότι ανοίγω τον υπολογιστή και βλέπω πως κέρδισα εκατόν πενήντα έξι χιλιάδες ευρώ στο «Στοίχημα» έχοντας παίξει δέκα ευρώ σε δώδεκα ισοπαλίες. Παίρνω τηλέφωνο αμέσως τη σπιτονοικοκυρά και τη γαμοσταυρίζω, γιατί έτσι έκανε κι αυτή εδώ και τέσσερις μήνες που ’χουμε να της πληρώσουμε το νοίκι. Ένα περίεργο πράμα, με ακούει το ίδιο σιωπηλή, όπως την άκουγα κι εγώ τέσσερις μήνες να με προσβάλλει. Τώρα θα νοικιάσουμε ένα καλύτερο σπίτι και θα παντρευτώ την Κλέλια μου. Ή αντίθετα, ότι ξαπλώνω στο κρεβάτι γιατί δεν νιώθω καλά και με πονάει το στομάχι μου απ’ τα χάπια που κατάπια για να αυτοκτονήσω. Δεν έχω τη δύναμη ούτε τηλέφωνο να πάρω κι αρχίζω να χάνω τις αισθήσεις μου. Λίγο μετά μπαίνει η Κλέλια στο σπίτι και με βρίσκει ημιλιπόθυμο. Στην αρχή νομίζει πως κοιμάμαι και πάει να βγάλει το μακιγιάζ και να κατουρήσει. Η Κλέλια μου είναι ψηλή και αδύνατη και μονίμως καλοντυμένη κι έχει ίσια καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια και πάντα όλοι γυρίζουν να την κοιτάξουν στον δρόμο κι είμαστε μαζί τρία χρόνια και είμαι τρία χρόνια χαρούμενος γι’ αυτό. Κι αφού βγάλει το μακιγιάζ και κατουρήσει, ύστερα έρχεται στην κρεβατοκάμαρα, βλέπει το κουτί με τα χάπια στο κομοδίνο και τα χάνει. Το καινούργιο σπίτι μας θέλω να ’ναι στην καλύτερη γειτονιά της πόλης, εκεί που μένουν οι πλούσιοι. Θα ήθελα να το αγοράσω βασικά, αλλά δεν φτάνουν τα λεφτά απ’ το «Στοίχημα», όμως μπορώ να νοικιάσω όποιο θέλω. Ξέχασα να σας πω ότι θα είναι μονοκατοικία και στον κήπο θα φυτέψω μόνο μπλε γλαδιόλες, γιατί την πρώτη φορά που είδα την Κλέλια χόρευε με τις φίλες της σ’ ένα μπιτς μπαρ, με μια μπλε γλαδιόλα περασμένη στο αυτί. Αμέσως την ερωτεύτηκα. Και θα πω και στην Κλέλια να σταματήσει τη δουλειά, γιατί δεν μου αρέσει η χλεμπονιάρα η φάτσα του αφεντικού της, του Εγγλέζου του Γκλεν. Και δυο καινούργια αυτοκίνητα θα πάρω, εγώ μια Άστον Μάρτιν ασημί και η Κλέλια ό,τι αμάξι θέλει. Είναι τυχερή που μ’ έχει, πιστεύω. Ελπίζω να πιστεύει κι αυτή το ίδιο. Άμα ρωτήσετε κάποιον που ξέρει από «Στοίχημα», θα σας πει τι κωλοφαρδία χρειάζεται για να πετύχει κάποιος δώδεκα ισοπαλίες. Η Κλέλια πιάνει το χέρι μου να μετρήσει τον σφυγμό μου, εγώ ίσα που αναπνέω. Κάτι προσπαθώ να της ψελλίσω με μισάνοιχτα μάτια, αλλά εκείνη δεν με κοιτάζει. Θα ’θελα να με κοιτάξει με αυτά τα τεράστια πράσινα μάτια της τώρα που πεθαίνω. Μόλις που προλαβαίνει να τηλεφωνήσει να έρθει το ασθενοφόρο ή να βάλει μια φωνή για βοήθεια ή να λιποθυμήσει απ’ την τρομάρα της ή να πάρει κι αυτή μια χούφτα χάπια, όμως δεν κάνει τίποτα. Κάθεται εκεί όρθια και παγωμένη και μετράει τους σφυγμούς μου. Προσπαθώ να της μιλήσω, μα δεν τα καταφέρνω και φεύγουν κάτι σάλια απ’ το στόμα μου και τρέχουν στον λαιμό μου και με γαργαλάνε. Δύο παιδιά θέλω να αποκτήσουμε με την Κλέλια, ένα αγόρι καστανό σαν εκείνη κι ένα κορίτσι μελαχρινό σαν εμένα. Κι εγώ δεν θα δουλεύω γιατί θέλω να μεγαλώσω τα παιδιά μας, στην Κλέλια όμως θ’ ανοίξω εκείνη τη σοκολατερί που μου είπε την πρώτη νύχτα που κάναμε έρωτα δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τ’ αστέρια, ότι ονειρευόταν. Ένα μικρό ζεστό μαγαζάκι σε πεζόδρομο, με ξύλινη επένδυση παντού, που θα σερβίρει μόνο σοκολάτα απ’ τα χεράκια της. Ούτε καφέδες, ούτε τσάγια, μόνο σοκολάτες, εκατό λογιών σοκολάτες απ’ τα χεράκια της. Κι εγώ θα παίρνω κάθε απόγευμα το κορίτσι και το αγόρι μας με μια μπλε γλαδιόλα στο κάθε χέρι και θα πηγαίνουμε να τη θαυμάζουμε και να πίνουμε σοκολάτα στο μικρό μαγαζάκι μας στον πεζόδρομο. Η Κλέλια στέκεται εκεί όρθια, ακίνητη πάνω απ’ το κρεβάτι μας, χωρίς να ακούγεται ούτε η ανάσα της. Εμένα έχουν ήδη αρχίσει και με πιάνουν σπασμοί και τεντώνω τα βλέφαρα να ακουμπήσουν οι ματιές μας, αλλά δεν με κοιτάζει. Αχ, Κλέλια μου, αν μου ’δινες τα δέκα ευρώ που σου ζήτησα για να παίξω τις δώδεκα ισοπαλίες, θα είχαν αλλάξει όλα. Μα εγώ πεθαίνω τώρα και θέλω να με θάψετε σ’ αυτά τα τεράστια πράσινα μάτια της που με λάτρευαν κάποτε. Κι οι φίλοι που θα έρθουν να μ’ αποχαιρετίσουν να πίνουν όλη νύχτα σοκολάτα –αντί για καφέ– και να με θυμούνται όταν μυρίζουν μπλε γλαδιόλες. Μόλις τα κακαρώνω οριστικά, ψάχνει το κινητό στην τσάντα της. «Έλα, Γκλεν, πού είσαι; Έρχομαι από κει».