Ο υπολογιστης μου είναι τελείως μαλάκας. Πρέπει απαραιτήτως μέχρι τις 10 του Οκτώβρη να παραδώσω το μυθιστόρημά μου στον επιμελητή, γιατί έχω υπογράψει συμβόλαιο κι έχω πάρει και προκαταβολή. Και με κάτι αρρυθμίες της μαμάς, κάτι ουρολοιμώξεις του μπαμπά και κάτι καταθλίψεις δικές μου, καθυστέρησα και ο εκδότης φωνάζει, γιατί θέλει να το βγάλει πριν απ’ τα Χριστούγεννα για να πουλήσει τρελά, όπως πούλησε και το πρώτο μου βιβλίο που έβγαλα πέρυσι. Κάθομαι και ξενυχτώ και πιέζομαι να κατεβάσω ιδέες, αλλά δεν προχωράει. Και με πιάνουν τα νεύρα μου άσχημα εκεί λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα και γράφω ένα μακρόσυρτο: «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ» στην οθόνη σαν κραυγή, για να μην ξυπνήσω τη Λίλι. Σκίζομαι μέρα νύχτα στο γράψιμο και τρελαίνομαι κι έχω και τη Λίλι να γκρινιάζει ότι δεν είμαι, λέει, επαρκώς ευσυνείδητος και τ’ αφήνω όλα τελευταία στιγμή, κι έχω και τον υπολογιστή να μου κάνει μαλακίες.
Γράφω όλη νύχτα και όταν ξυπνάω το μεσημέρι, λείπουν όλα τα άλφα μέσα απ’ το κείμενό μου. Την πρώτη φορά λέω κάποιο λάθος θα ’γινε, δεν είμαι και καλός στους υπολογιστές. Τη δεύτερη φορά πάλι είχε καταπιεί όλα τα άλφα από τις λέξεις και τον πήγα στον τεχνικό να τον δει, μήπως είναι ιός. Ξύνει το μούσι του αυτός, «Πρώτη φορά το βλέπω», σχολιάζει. «Σίγουρα ήταν τα άλφα στη θέση τους πριν κοιμηθείς;» με ρωτάει. «Χέσε με, μάστορα», του απαντάω. Μου αλλάζει πληκτρολόγιο, μου κάνει ξανά εγκατάσταση τον κειμενογράφο, την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Και περνάει ο καιρός κι εγώ να ξαναγράφω ολημερίς τα άλφα και το επόμενο πρωί να τα καταπίνει. Να του γράφω του μάγκα στην οθόνη με μεγάλα γράμματα: «ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ», και το πρωί να μου απαντάει: «ΕΙΣΙ ΜΛΚΣ». Στήνω καραούλι τη νύχτα να δω πού χάνονται τα δαιμονισμένα τα άλφα, και με παίρνει ο ύπνος στο πληκτρολόγιο για κάνα μισάωρο από εξάντληση. Πετάγομαι πάνω, πατάω ένα κουμπί να ξυπνήσει η οθόνη, «ΕΙΣΙ ΜΛΚΣ» με καλημερίζει ο καριόλης. Αντιγράφω το αρχείο με το μυθιστόρημα σ’ ένα σιντί, ξεκουμπώνω τα καλώδια, ανεβαίνω στην καρέκλα του γραφείου και τα πετάω όλα τα εξαρτήματα στο πάτωμα με τη σειρά. Η οθόνη έκανε τον πιο ωραίο ήχο, αλλά δεν ηρέμησα μέχρι να βεβαιωθώ ότι ψόφησαν όλα για τα καλά. Στο πληκτρολόγιο έδωσα και χαριστική βολή για να ’μαι σίγουρος.
Ο καινούργιος υπολογιστής που αγόρασα μου φάνηκε καλύτερος χαρακτήρας. Το πρωί πετάγομαι ιδρωμένος, χωρίς καφέ τον ανοίγω και τρώω την ίδια πίπα. Μου ’ρχεται να δαγκώσω την οθόνη, ξυπνάει η Λίλι, και πριν προλάβει να μου πει πάλι ότι δεν είμαι επαρκώς ευσυνείδητος και ότι έχουμε μεγάλη ανάγκη τα λεφτά του εκδότη, της κλείνω το στόμα με το αριστερό χέρι, της σηκώνω τη νυχτικιά με το δεξί και ξεκινώ να της ρίχνω έναν στα όρθια εκεί στο γραφείο, τον πρώτο ύστερα από δυο μήνες. Στα τρία λεπτά που κράτησε η ορθοστασία, το μυαλό μου ταξίδεψε στις μέρες που έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα χωρίς σκοτούρες και χωρίς ντεντ λάινς, και την ώρα της κορύφωσης μου έφυγε μια κραυγή: «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ», που άδειασε από μέσα μου όλο το πλάκωμα που ’νιωθα στην καρδιά.
Ηρεμώ, ηρεμεί κι η Λίλι ύστερα από δυο μήνες, τη διώχνω και κάθομαι στο γραφείο αποφασισμένος να τελειώσω μονοκοπανιάς το μυθιστόρημα, να ξεμπλέξω με την ιστορία πριν μου ξαναφάει τα άλφα ο αλήτης. Και αντί για μυθιστόρημα, γράφω ένα e-mail στον εκδότη και του λέω πως κουράστηκα, πως το ξανασκέφτηκα και δεν θέλω πια να συνεχίσω να γράφω έτσι. Και πως τα λεφτά της προκαταβολής δεν θα του τα επιστρέψω, γιατί με είχε κλέψει για τα καλά στο προηγούμενο βιβλίο μου. Μετά τρία λεπτά ακριβώς με πήρε στο κινητό και δεν το σήκωσα και μετά με ξαναπήρε άλλες δυο φορές απανωτά, κι έπειτα μου ’στειλε ένα υβριστικότατο e-mail, που φώναξα τη Λίλι και το διαβάσαμε μαζί αγκαλιασμένοι, να κάνουμε κέφι. Και τότε ο υπολογιστής πήρε μπροστά από μόνος του και του έστειλε απάντηση με δύο λέξεις: «ΕΙΣΙ ΜΛΚΣ».