Απο τοτε που θυμάμαι τον μπαμπά μου, ήταν χαμογελαστός. Μωρό ήμουνα ακόμα και όποτε γύριζε από τη δουλειά μ’ έπιανε και με πέταγε στον αέρα και γελάγαμε με το στόμα ανοιχτό. Οδηγός ήταν σε εταιρεία διανομής τροφίμων, κουραστική δουλειά, πολλά τα χιλιόμετρα, μα αυτός πάντα χαμογελαστός. Η μαμά δεν δούλευε γιατί έπρεπε να με προσέχει, όμως γέλαγε κι εκείνη με την καρδιά της όταν τον έβλεπε να με πετάει στον αέρα. Χαμογελαστός πάντα ο μπαμπάς, αλλά όχι χαρούμενος. Τα λεφτά της δουλειάς λίγα και τα έξοδα να τρέχουν κι η μαμά να μην μπορεί να δουλέψει γιατί έπρεπε να φροντίζει εμένα. Δύσκολη η ζωή της μαζί του, μα τον αγαπούσε πολύ.
Πρέπει να ήμουν τεσσάρων και κάτι χρονών, όταν όλα άλλαξαν. Ο μπαμπάς βρήκε νέα δουλειά, αντιπρόσωπος σε εταιρεία καλλυντικών που πουλιόνταν σε φαρμακεία –με ποσοστό πληρωνόταν κι όχι με μισθό– κι άρχισαν ξαφνικά να μπαίνουν λεφτά στο σπίτι, γιατί οι γυναίκες τα αγόραζαν πολύ τα καλλυντικά. Ο μπαμπάς έγινε χαρούμενος –«Το παραφάρμακο», έλεγε, «ας είναι καλά το παραφάρμακο»– μα σταμάτησε πια να είναι γελαστός και να με πετάει στον αέρα, γιατί ήταν πάντα αγχωμένος. Μετακομίσαμε σε μεγαλύτερο σπίτι, σε καλύτερη γειτονιά, πήραμε καινούργιο αμάξι και η μαμά άρχισε να ντύνεται ακριβά. Όμως ο μπαμπάς έλειπε όλο και περισσότερες ώρες απ’ το σπίτι –τώρα πια και μέρες ολόκληρες– γιατί επισκεπτόταν και φαρμακεία σ’ άλλες επαρχίες. Ήμασταν όλοι χαρούμενοι που άλλαξε η ζωή μας, μα δεν ήμασταν πια χαμογελαστοί. Αλλά μάλλον αυτό δεν μας πείραζε, γιατί άλλαξε πολύ η ζωή μας.
Κι ένα πρωί λίγο πριν κλείσω τα έξι, κοιμήθηκε στο τιμόνι γιατί ήταν κουρασμένος κι άυπνος και σταματήσαμε μια και καλή να είμαστε χαρούμενοι με τη μαμά. Φόρεσε μαύρα και τον έκλαψε πολύ τον μπαμπά και μετακομίσαμε πάλι σε μικρότερο σπίτι και έπιασε δουλειά η μαμά –γραμματέας σ’ έναν παιδίατρο– και με άφηνε μόνο στο σπίτι τα απογεύματα να βλέπω τηλεόραση. Και το βράδυ που γύριζε απ’ το ιατρείο, με έπαιρνε αγκαλιά στον καναπέ και μου ’λεγε ιστορίες με τον μπαμπά. Και καταριόταν η μαμά το παραφάρμακο που μας πήρε τον μπαμπά κι εγώ της θύμιζα ότι πριν το παραφάρμακο πάρει τον ίδιο τον μπαμπά, είχε προλάβει να του πάρει το γέλιο του.
Μια μέρα είδα τη μαμά να μαζεύει απ’ την ντουλάπα όλα της τα ρούχα τα ακριβά σε στοίβες στο κρεβάτι και να κλαίει. «Θα τα πάω στην εκκλησία», μου εξήγησε, «για τους φτωχούς, γιατί εγώ δεν πρόκειται να τα ξαναφορέσω. Μέχρι να πεθάνω μόνο μαύρα». Κι άρχισε μετά ν’ αδειάζει και τα ρούχα του μπαμπά από κάτι βαλίτσες και καθώς τα δίπλωνε, έπεσε από την τσέπη ενός μπουφάν μια τσαλακωμένη φωτογραφία του μπαμπά με μια κοπέλα. Η ημερομηνία πάνω στη φωτογραφία ήταν περίπου μια βδομάδα πριν πεθάνει και ο μπαμπάς ήταν αγκαλιά με την κοπέλα και γελούσαν με την καρδιά τους, μπροστά από ένα σιντριβάνι. Η μαμά την κοίταξε για λίγο κι έβγαλε μια κραυγή κι έπειτα με κοίταξε και μούγκρισε: «Ο πατέρας σου γελούσε λίγες μέρες προτού σκοτωθεί». Και μετά έπεσε πάνω στα ρούχα κι έμεινε εκεί για ώρες ακίνητη να κλαίει. Κι εγώ δίπλα της να κρατάω τη φωτογραφία και να βλέπω τον μπαμπά μου στο σιντριβάνι, αγκαλιά με την κοπέλα να γελάει με το στόμα ανοιχτό, όπως ακριβώς τον θυμάμαι παλιά.
Ήταν απόγευμα όταν σηκώθηκε η μαμά απ’ το κρεβάτι και μπροστά μου έβγαλε τα μαύρα και διάλεξε από τον σωρό το πιο όμορφο φουστάνι της. Πήγε στο μπάνιο και βάφτηκε και χτενίστηκε και με πήρε μετά από το χέρι, μου φόρεσε μια ζακέτα και μου είπε: «Πάμε». Μας κοίταζαν περίεργα στη γειτονιά και όλοι παραξενεύονταν για το κόκκινο φουστάνι της μαμάς, μα εκείνη περπατούσε γρήγορα και με τραβούσε και κάθε τόσο σκούπιζε τα δάκρυα τα δικά της και τα δάκρυα τα δικά μου. Μόλις φτάσαμε έξω από το νεκροταφείο, δεν ήθελα να μπω, όμως με τράβηξε με δύναμη και μ’ έσυρε στα χαλίκια κι εγώ κόντευα να πνιγώ απ’ το κλάμα. Κι όταν φτάσαμε μπροστά στον τάφο του, με παράτησε κι ανέβηκε με τα τακούνια πάνω στο μάρμαρο και κάθισε στα γόνατα. Κι έμεινε εκεί για ώρα κι έκλαιγε σιγανά και κάτι μουρμούριζε που δεν καταλάβαινα. Εγώ την κοίταγα ζαλισμένος, μα δεν μου ’δινε σημασία.
Και σηκώθηκε μετά, έβγαλε τη φωτογραφία απ’ την τσάντα της και του ψιθύρισε ήρεμα: «Το γέλιο σου το φύλαγες για κείνη κι όχι για μας, δεν έφταιγε τελικά το παραφάρμακο». Κι ύστερα την έσκισε σε χίλια κομματάκια και τα πέταξε πάνω στα σκαλισμένα γράμματα του ονόματός του. Σκούπισε τα δάκρυά της, κατέβηκε απ’ το μάρμαρο, με σήκωσε από κάτω και με κοίταξε για ώρα μέσα στα μάτια σιωπηλή. Και μετά άρχισε να με πετάει στον αέρα και να γελάει δυνατά, με το στόμα ανοιχτό.