Η γυναικα μου πιστεύει πως είμαι κακό πράμα και το πιστεύει πολύ, γιατί μου το λέει συνέχεια. «Είσαι κακό πράμα». Είμαι τριάντα χρονών κι έχω τέσσερα αδέρφια σερνικά, παντρεμένα όλα στο χωριό μας. Κάθε βδομάδα που πάω απ’ τα σπίτια τους να τους δω, μου χώνει ο καθένας στην τσέπη κι από ένα μασουράκι λεφτά. Μ’ αυτά ζω, δεν με παίρνουνε μαζί τους στις δουλειές, παρά μόνο άμα υπάρχει ανάγκη. Στο καφενείο δεν μιλώ πολύ, μόνο κερνάω. Όταν ζήτησα απ’ τη γυναίκα μου να με παντρευτεί, πήρε τηλέφωνο τη μάνα της και μετά μου είπε ναι.
Έναν μήνα πριν απ’ τον γάμο κατεβήκαμε στην πόλη να διαλέξει νυφικό. Όχι, δεν κάναμε βόλτες να με ζαλίσει, είχε αποφασίσει, λέει, απ’ τα δεκαέξι της σε ποιον μόδιστρο θα ντυθεί. Τον είχε δει στην τηλεόραση. Αυτή έβαζε κι έβγαζε τα νυφικά, ο μόδιστρος τσίριζε μονότονα: «Τς, τς, τς, δεν σου πάει, κορμάρα μου, αυτό, εσύ είσαι κρίνος Παναγίας», και η βοηθός τού έβαζε συνέχεια πούδρα στο μέτωπο, για να μη φαίνεται ο ιδρώτας. Περίμενα υπομονετικά και μόλις τον είδα να σηκώνεται στις μύτες και να χειροκροτεί σαν μαθήτρια σε σχολική γιορτή, τον ρώτησα –με τρόπο, να μην ακούσει η γυναίκα μου– πόσα θέλει για το περιτύλιγμα νύφης. «Οκτώ χιλιάρικα, θεϊκό κομμάτι», βέλαξε σαν την προβάτα. «Είναι πολλά τα λεφτά, θα σου δώσω πέντε», του αγρίεψα. Παραλίγο να πνιγεί στον ιδρώτα του μετώπου του κι ανέβασε την τιμή στα εννιά χιλιάρικα, «Άμα θες, αλλιώς βρίσκω να το πουλήσω και δέκα». Η βοηθός ήρθε τώρα να πουδράρει τον δικό μου ιδρώτα. «Αν με βοηθήσεις να τον σκοτώσουμε, θα το πάρεις τσάμπα», μου ψιθύρισε συνωμοτικά. «Μη με βάζεις να κάνω τέτοια πράγματα», της είπα. Με κοίταξε παρακαλετά και τη λυπήθηκα. Όταν της έκανα νόημα εντάξει, απ’ τη χαρά της μου έβαλε πούδρα και μες στα μάτια. Άρχισαν να τσούζουν και τη βλαστήμησα και φοβήθηκε.
Δυο λεπτά μετά, ζωντάνεψε το σουγιαδάκι που πάντα κρύβω στην πόρπη της ζώνης μου για ώρα ανάγκης. Δεν μου αρέσει να σκοτώνω ανθρώπους, αλλά κάποιες φορές πρέπει και να το κάνεις. Η βοηθός με κοιτούσε χαρούμενη και η γυναίκα μου παραξενεμένη. «Ακούς εκεί να σου πει ότι πρέπει να χάσεις τρία κιλά μέχρι τον γάμο!» της εξήγησα. «Είσαι κακό πράμα», μου είπε και με φίλησε με θαυμασμό λίγο δεξιά απ’ το μουστάκι. Η βοηθός έσυρε μόνη της το κουφάρι στην αποθήκη, σφουγγάρισε επιδέξια και ύστερα είπε: «Ελάτε να διαλέξουμε τώρα και τα παπούτσια». Ξεμπερδέψαμε σχετικά γρήγορα, γιατί ανυπομονούσε να δείξει το νυφικό στη μάνα της. Ξαδέρφη μας δεύτερη είναι η μάνα της, δική μας ράτσα, καταλαβαίνει πότε υπάρχει ανάγκη.