Οταν γεννhθηκα, ήμουνα κιόλας τριάντα έξι μηνών. Όχι στο σώμα, αλλά στο μυαλό. Μιλούσα όσο μιλάει ένα τρίχρονο – πολύ, δηλαδή. «Πόνεσα, γαμώ το ξεσταύρι σου μέσα», είπα στον γιατρό μόλις μ’ έβγαλε. «Γαμώ το ξεσταύρι σου μέσα», ήταν η αγαπημένη βρισιά του παππού Λεωνίδα και τον άκουγα να τη λέει συνέχεια στη μαμά –τους εννιά μήνες που ήμουν στην κοιλιά της– γιατί δεν του άρεσε ο μπαμπάς μου για γαμπρός. Η μάνα μου φρίκαρε μόλις με άκουσε να βρίζω τον γιατρό και την τρέχανε με φάρμακα για μέρες μέχρι να συνέλθει. Ο μαιευτήρας έπαθε ακόμα πιο μεγάλη ζημιά. Απ’ το σοκ δεν ξεγέννησε ποτέ ξανά γυναίκα κι έμαθα από έναν άλλο γιατρό πως ξαναγύρισε στα θρανία για να γίνει γεροντολόγος. Μετά με ανέλαβαν κάτι πιο μεγάλοι επιστήμονες και η είδηση έπαιξε στην τηλεόραση. Η ανάπτυξη του εγκεφάλου μου ήταν, λέει, τετραπλάσια του φυσιολογικού, λόγω γονιδιακής διαταραχής, κι έγινα διάσημος με τον κωδικό «Συντελεστής Τέσσερα». «Τέσσερα» με φώναζαν και όσο μεγάλωνα κι ας με βάφτισαν Λεωνίδα.
Τους πρώτους μήνες της ζωής μου έμενα μόνιμα σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο για να με παρακολουθούν καμιά τριανταριά ειδικότητες γιατρών. Τα απογεύματα που φεύγανε οι πολλοί γιατροί και ησυχάζαμε, την κοπάναγα μπουσουλώντας για την πτέρυγα με τους τρελούς κι έκανα παρέα με τον Φρέντι. Τον φώναζαν έτσι γιατί όποτε τον ρώταγαν οι γιατροί: «Πώς είσαι σήμερα;» απαντούσε: «Έμπτι σπέισις, γουάτ αρ γουί λίβινγκ φορ;» σαν τον Μέρκιουρι. Ο Φρέντι μ’ έμαθε όλα όσα ξέρω, σαν δάσκαλος και πατέρας, μα κυρίως με έμαθε να φτιάχνω ένα τεράστιο ξύλινο παζλ μ’ έναν δεινόσαυρο. Ήταν καλύτερα, λέει, τότε που έκαναν κουμάντο οι δεινόσαυροι πάνω στη γη, υπήρχαν άλλες αξίες. Οι άνθρωποι τα σκάτωσαν μετά.
Οι γιατροί με άφησαν να πάω στο σπίτι και μέχρι να γίνω ενός έτους (επτά, δηλαδή, στο μυαλό – τέσσερα στον κόσμο και τρία στην κοιλιά της μάνας μου) έβλεπα όλη μέρα ποδόσφαιρο στη συνδρομητική τηλεόραση. Κι άμα βαριόμουν, έλεγα στον μπαμπά και μου έβαζε ένα ντιβιντί με τις ντρίμπλες του Χατζηπαναγή που το ’χε γραμμένο από παλιά. Όταν άρχισα να περπατάω, με πήγε μια μέρα η μαμά στο πάρκο να κάνω κούνια και ζήλεψα κάτι παιδιά που έπαιζαν μπάλα. Μου φάνηκαν ψιλοάσχετα και πήγα να τους δείξω τις ντρίμπλες του Βασίλη που είχα μάθει. Κι άρχισε τις φωνές η μαμά, άρχισαν τα γέλια τα παιδιά, άρχισε να τρέχει και αίμα το γόνατό μου απ’ το πέσιμο, έτρεχε κι ο μπαμπάς με το αμάξι να με πάει στο νοσοκομείο. Έλεος, δηλαδή, επτά χρονών άντρας κλεισμένος σε σώμα μωρού και να μην μπορώ να κλοτσήσω ούτε μια μπάλα. Έπρεπε, λέει, να περιμένω να μεγαλώσω πρώτα.
Μέχρι να γίνω δύο χρονών –έντεκα, δηλαδή, στο μυαλό– έβλεπα όλη μέρα ταινίες που κατέβαζα μόνος μου απ’ το Ίντερνετ. Του άρεσαν του μπαμπά τα αστυνομικά και με είχε κολλήσει και μένα. Κι ένα βράδυ που πήγε να ξυριστεί ο μπαμπάς στο μπάνιο, ζήλεψα και ήπια την μπίρα του. Κι έπεσα λιπόθυμος και τον έβριζε η μαμά όση ώρα μ’ έτρεχε με το αμάξι πάλι στο νοσοκομείο. Έλεος, δηλαδή, έντεκα χρονών άντρας, να είμαι κλεισμένος σε σώμα δίχρονου παιδιού και να μην μπορώ να πιω ούτε μια γουλιά μπίρα. Έπρεπε, λέει, να περιμένω να μεγαλώσω πρώτα.
Την επόμενη χρονιά όταν έγινα τριών –δεκαπέντε– ξεκίνησε να ’ρχεται στο σπίτι μια καινούργια γιατρός, εξειδικευμένη, λέει, νευροφυσιολόγος, για να με παρακολουθεί, οπότε άρχισαν τα δύο βασικά μου προβλήματα: Το πρώτο ήταν ότι η γιατρός ήταν ξανθιά κορμάρα και το δεύτερο ότι με άγγιζε στο γυμνό μου σώμα κατά την εξέταση. Δεκαπεντάρης εγώ, δεν ήθελα και πολύ να την ερωτευτώ και να την ποθήσω, γιατί μαζί με τα αστυνομικά κατέβαζα και τσόντες απ’ το Ίντερνετ. Έλα όμως που ήμουν έφηβος εγκλωβισμένος σε κορμί τρίχρονου, που σημαίνει ανίκανος. Κι αυτή ερχόταν κάθε μέρα και με άγγιζε κι εγώ έκανα διαρκώς τον πολλαπλασιασμό με το τέσσερα. Για να φτάσω σε ηλικία σεξ, έπρεπε το σώμα μου να φτάσει, ξέρω γω, τα δεκαπέντε, δηλαδή το μυαλό μου τα εξήντα κάτι, σαν τον παππού Λεωνίδα. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να περιμένω τόσες δεκαετίες για να πηδήξω – την ξανθιά γιατρό ή οποιαδήποτε άλλη. Γι’ αυτό, μια μέρα που με εξέτασε και με άναψε με τα αγγίγματά της, δεν άντεξα, έριξα ένα σάλτο στον ακάλυπτο απ’ το μπαλκόνι κι αυτοκτόνησα. «Γουάτ αρ γουί λίβινγκ φορ;» που θα ’λεγε κι ο δεινόσαυρος ο Φρέντι. Έλεος, δηλαδή, με το καθυστερημένο κορμί μου. Έλεος, «γαμώ το ξεσταύρι μου μέσα».