Στον παιδικο σταθμο όπου έγραψα την κόρη μου, συνάντησα την πρώην μου. Για την ακρίβεια την προ-πρώην μου. Την είχα χωρίσει τότε γιατί γνώρισα την πρώην μου, που επίσης χώρισα γιατί γνώρισα τη γυναίκα μου. Θεωρητικά, με αναγωγή, η γυναίκα μου θα ’πρεπε να είναι δυο φορές ομορφότερη από την προ-πρώην μου, αλλά διαπίστωσα πως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. «Μαλακία μου», ψιθύρισα βλέποντας τις γάμπες της.
Την πρώτη μέρα την κοίταξα αμίλητος και κατέβασε το βλέμμα. Τη δεύτερη μέρα τη χαιρέτισα και τραύλισε. Την τρίτη μέρα της μίλησα κι έσφιξε νευρικά το χέρι του γιου της. Την τέταρτη μέρα της έκρυψα στην παλάμη ένα χαρτάκι με το κινητό μου. Την πέμπτη μέρα ήρθε ο άντρας της να παραλάβει τον μικρό και φεύγοντας ο πιτσιρίκος μ’ έδειξε με το δάχτυλο. Κι ο μπαμπάς του, χωρίς να μου μιλήσει, μου έχωσε ένα κατσαβίδι στα πλευρά. «Μαλακία μου», ψιθύρισα κοιτώντας δυο σταγόνες αίμα να λερώνουν το πεζοδρόμιο. «Ήταν σταυροκατσάβιδο», είπαν οι γιατροί. Σκουριασμένο.
Στην κηδεία μου είχε κόσμο πολύ. Η γυναίκα μου μπροστά σιωπηλή να κρατάει τη μικρούλα μας από το χέρι, η μάνα μου να οδύρεται, οι συνάδελφοι, οι κολλητοί μου απ’ τον στρατό, όλοι εκεί. Λίγο πριν με χώσουν στη γη, είδα την κορούλα μου να σφίγγει στο χέρι ένα μικρό κατσαβιδάκι που ’χαμε στο σπίτι. Συγκινήθηκα πολύ, αλλά μετά είδα πίσω στο πλήθος τον πρώην της γυναίκας μου με κάτι τεράστια μαύρα γυαλιά, και συγχύστηκα. Την ώρα που μου έκλειναν το καπάκι, η γυναίκα μου τον αναζήτησε και κούρνιασε κλαίγοντας στον ώμο του. «Μαλακισμένη», πήγα να ουρλιάξω, όμως είχαν αρχίσει ήδη να με σκεπάζουν με χώμα.