Όταν έμαθα στον Άτλαντα να καπνίζει
Δεν ξυπνησα καλα σήμερα, νιώθω ένα βάρος ασήκωτο, δεν πάνε καλά τα πράγματα τον τελευταίο καιρό. Έχω ένα δάνειο μεγάλο –από ένα μαγαζί που έχω ανοίξει– και με κυνηγά η τράπεζα και με απειλεί και μου ’χει κάνει την ψυχολογία σκατά. Προχθές πήραν τηλέφωνο τους γονείς μου και τους ενημέρωσαν κι έγινε η κατάσταση κουλουβάχατα, γιατί είχα ζητήσει απ’ τον πατέρα μου κάτι λεφτά υποτίθεται για να ξεχρεώσω, αλλά δεν έφτασαν. Κωλοκατάσταση.
Βγαίνω να πιω τον φραπέ μου στο μπαλκόνι πριν φύγω για το μαγαζί κι εκεί που πάω να ανάψω τσιγάρο, σβήνει το σύμπαν και μένει μόνο η φλόγα να μου φωτίζει τη μύτη. Σβήνω τον αναπτήρα, ανάβει ξανά το σύμπαν και βρίσκομαι δίπλα στον Άτλαντα που κρατάει τον ουρανό. «Ρε, τι αναπτήρας διαστημόπλοιο είναι αυτός;» αναρωτήθηκα. Τον σούφρωσα χθες καταλάθος από μια γριά πελάτισσα που έμοιαζε με ξωτικό. Ψηλότερος ο Άτλαντας από μένα, όχι πολύ, μη φανταστείς τίποτα τέρας. Μόνο μυς είχε πολλούς και μούσια στα μάγουλα και τα γόνατα λυγισμένα, όπως ακριβώς στις φωτογραφίες. Δεν μου φάνηκε και τόσο βαριά η ουράνια σφαίρα που κράταγε, αλλά μάλλον αυτός ξέρει καλύτερα τόσους αιώνες. Τον γνώρισα αμέσως βέβαια, γιατί είχε στο δημοτικό η δασκάλα μας μια αφίσα του ακριβώς πίσω απ’ την έδρα.
«Εσύ δεν είσαι ο Άτλας;» τον ρωτάω για να πιάσω κουβέντα.
«Καμιά εφτακοσαριά χρόνια έχει να μ’ επισκεφθεί άνθρωπος», μου απαντάει χαρούμενος.
«Κι αυτός δεν είναι ο ουρανός μας;» τον ξαναρωτάω για να μπούμε στα χωράφια του.
«Ρε, άσε τον ουρανό και πες μου αυτό που κρατάς τι είναι;» μου απάντησε ρωτώντας με τα φρύδια.
«Φραπές μέτριος», του απαντώ και του δίνω να ρουφήξει με το καλαμάκι. Πλατάρισε τη γλώσσα, του άρεσε του μάγκα και ξανατράβηξε – μισό ποτήρι ρουφηξιά.
«Κι αυτό το ηφαιστειάκι τι είναι;»
«Καμήλα λάιτ», του λέω και του το σφηνώνω στο στόμα. Πλάνταξε ο γίγαντας και ταρακουνήθηκε το σύμπαν απ’ το βήξιμο. Χέστηκα προς στιγμήν μη διαλύσω την υδρόγειο, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα και ξαναχέστηκα, αφού απάνω δεν κάθομαι, και του ξανάδωσα τζούρα με καλύτερες οδηγίες. Το φχαριστήθηκε το αλάνι και με κοιτάζει με βλέμμα λάγνο.
«Φραπές καλός, καμήλα καλύτερη, άλλο;» με ρωτάει με παράπονο. Κι έτσι που είδα τα μούσκουλα γυμνά και ιδρωμένα, λέω:
«Αχ, και να ’ταν εδώ η Μαιρούλα να σου κάνει: “Αλτ, τις ει, ναύαρχε”, με τα χέρια ψηλά».
«Ποια είναι η Μαιρούλα;» με ρωτάει.
Ανάβω ένα τσιγάρο με τον μαγικό αναπτήρα και να με πάλι στο μπαλκόνι να καπνίζω. Πιάνω το κινητό απ’ το τραπεζάκι και παίρνω τη Μαίρη. Να θυμηθώ να μην κρατάω μαζί μου το κινητό στο ταξίδι, γιατί θ’ αφήσει ο γίγαντας τον ουρανό να μάθει να στέλνει μηνύματα στα καρντάσια του.
«Έλα, Μαιρούλα, σου έχω γαμπρό έτοιμο. Μη ρωτάς πολλά, πλύσου, ντύσου, στολίσου, μη βάλεις κραγιόν κι έλα».
«Να μη βάλω κραγιόν;»
«Όχι, ρε Μαιρούλα, αφού θα ’χουμε μπαινοβγαλίκια, τσάμπα θα πάει».
Ούτε δέκα λεπτά δεν της πήρε κι ήρθε χαμογελαστή μες στη λαχτάρα.
«Κρατήσου γερά», της κάνω.
Ξανά τσιγάρο, αναπτήρα και της πιάνω σφιχτά το χέρι.
«Να σας συστήσω, από δω η Μαιρούλα, φίλη καλή στα δύσκολα, χατίρι δεν χαλάει, κι από δω ο Άτλαντας, ο ταλαίπωρος γιος του Ιαπετού».
Τον είδα να κοκκινίζει από ντροπή, του άρεσε η Μαιρούλα. Κι αυτή κοκκίνισε από λαχτάρα, κάτι παθαίνει πάντα με τα μούσκουλα.
Καλή η πλάκα, καλός ο χαβαλές, αλλά ένα τεταρτάκι μου ’παν ότι θα λείψουν τα παιδιά, μια γρήγορη ξεπέτα. Εντάξει, να κάνω μια εξυπηρέτηση, μα πέρασαν ήδη δυο ώρες και τα γόνατά μου δεν κρατάνε άλλο. Κουνιέται το σύμπαν, δεν το κρατάω καλά, ανησυχούν οι επιστήμονες του πλανήτη. Κλέφτηκε η Μαιρούλα με τον Άτλαντα και μου φόρτωσαν εμένα για τα καλά τον ουρανό στους ώμους. Παιδιά, ελάτε στα λογικά σας, θα τα βροντήξω και θα φύγω και το κρίμα στον λαιμό σας. Φαινόταν η μέρα απ’ το πρωί, δεν ξύπνησα καλά σήμερα, ένιωθα ένα βάρος ασήκωτο, δεν πάνε καλά τα πράγματα τελευταία. Αυτό το δάνειο μ’ έχει αρρωστήσει. Αλλά για κάτσε, για κάτσε, καλά είναι εδώ, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Εδώ αποκλείεται να με βρει η τράπεζα. Πιο ελαφρύς είναι ο ουρανός απ’ το δάνειο.