Εχω εναν γιο, μοναχοπαίδι, που μου μοιάζει. Σε όλα. Αλήτης με αφρολέξ καρδιά. Μέχρι τη δευτέρα λυκείου αριστούχος, μετά έφτιαξε ένα συγκρότημα με κάτι άλλους πιτσιρικάδες και τα παράτησε τα μαθήματα. Η μάνα του ωρυόταν, μα εγώ τον στήριξα. «Έχουμε λεφτά», της έλεγα κάθε μέρα, «θα τον στείλουμε έξω για σπουδές». Είχα παρατήσει κι εγώ το πτυχίο στο τελευταίο έτος. Πονεμένη ιστορία, ο πατέρας μου έκανε χρόνια να μου μιλήσει. Όμως ρίχτηκα μετά με τα μούτρα στο εμπόριο και έχω τώρα τέσσερα μαγαζιά και μια όμορφη γυναίκα και λεφτά κουβάδες για ξόδεμα. Και περήφανους γονείς που όταν είδαν την κοινωνία να με θαυμάζει, ξέχασαν το πτυχίο που παράτησα.
Τον έστειλα στην Αγγλία τον πιτσιρικά πριν από τρία χρόνια να σπουδάσει μουσική τεχνολογία και σύνθεση. Πέρναγε καλά, τον άκουγα χαρούμενο τον αλητάκο στο τηλέφωνο κάθε μέρα. Μέχρι πριν από μια βδομάδα, που για πρώτη φορά μού φάνηκε αγχωμένος.
«Ζορίζεσαι στα μαθήματα;» τον ρώτησα.
«Πρέπει να πάρω μια απόφαση ζωής», μου απάντησε.
«Άμα ζορίζεσαι, να το παρατήσεις το μπουρδέλο».
«Η γυναίκα που αγαπάω είναι έγκυος».
«Θα σου στείλω λεφτά να το ρίξετε».
«Σκεφτόμαστε να το κρατήσουμε και να παντρευτούμε».
«Είκοσι χρονών ρεβίθι πας να μπλέξεις με κουτσούβελα;»
«Θα κατέβουμε μαζί σε λίγες μέρες να τη γνωρίσετε».
Η μάνα του ήταν να σκάσει. Πήρε ένα μαξιλάρι, έχωσε μέσα τη μούρη της κι έκλαιγε μέρα νύχτα. Προσπάθησε να τον μεταπείσει από το τηλέφωνο, μέχρι που σταμάτησε να της το σηκώνει. Εγώ χαμογελούσα γιατί ήταν γιος μου. Σε όλα του.
Κι έφτασε η μέρα που πήγαμε να τους πάρουμε από το αεροδρόμιο. Είχε βάλει τα καλά της η γυναίκα μου να υποδεχτεί τον μοναχογιό και τη νύφη με το εγγόνι στην κοιλιά. Έμπηξε τα κλάματα μόλις τους είδε από μακριά να ’ρχονται. Εγώ χαμογελούσα ανυπομονώντας για τη συνάντηση των βλεμμάτων των δύο γυναικών. Χαμογελούσα πλατύτερα όσο πλησίαζαν, μα όταν συνειδητοποίησα αυτό που είχε συμβεί, βρέθηκα με το μάγουλο στο λερωμένο πάτωμα. Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, είπαν οι γιατροί κι ας μην είχα ιστορικό καρδιάς στα σαράντα επτά μου. Κι όμως είχα ιστορία κακή με την καρδιά μου και το ’ξερα καλά. Είκοσι τέσσερα χρόνια πριν, μια γυναίκα μού έβαλε μια χειροβομβίδα κάτω απ’ τη μασχάλη και με διέλυσε. Παράτησα σπουδές, σταμάτησα να κοιτάζω καθρέφτες και βούτηξα στην κατάθλιψη. Ακόμα και σήμερα, λίγο πριν κοιμηθώ, το βλέμμα της παραμονεύει πίσω από τα βλέφαρα για να μου το θυμίζει.
Αυτό το ίδιο βλέμμα είδα τώρα –είκοσι τέσσερα χρόνια μετά– εκεί στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου να κοιτάζει με λατρεία τον γιο μου. Σε όλα μού μοιάζει αυτό το παιδί, σε όλα. Τη στιγμή που φιλούσα τη νύφη μου στο μάγουλο, τη ρώτησα ζαλισμένος: «Τη μάνα σου τη λένε Αθανασία;» «Ναι», ήταν η απάντησή της. Λένε ότι την ώρα που πεθαίνεις, περνάει όλη η ζωή μπροστά απ’ τα μάτια σου. Εγώ, πάλι, το ίδιο βλέμμα έβλεπα και όταν τα είχα ανοιχτά και όταν τα έκλεισα.