Ενα βραδυ, όταν πήγαινα στην τρίτη δημοτικού, ξύπνησα γιατί άκουσα τη μαμά μου να ουρλιάζει. Ο μπαμπάς μου την έβριζε και τη χτυπούσε και η μαμά φώναζε πνιχτά να μη με ξυπνήσει. Την επόμενη μέρα, όταν ο μπαμπάς έφυγε για τη δουλειά, η μαμά μάζεψε δυο βαλίτσες ρούχα και με πήρε και φύγαμε με το λεωφορείο σε μια άλλη πόλη, για να μείνουμε στο σπίτι της γιαγιάς. Ο μπαμπάς ήρθε με το αυτοκίνητο δυο φορές κλαίγοντας για να γυρίσουμε πίσω, αλλά η μαμά τον έδιωξε χωρίς πολλές κουβέντες. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε και τώρα πηγαίνω στην έκτη τάξη.
Δεν μου άρεσε στην αρχή η καινούργια πόλη της γιαγιάς, γιατί έχασα όλους μου τους φίλους και τα παιδιά με κορόιδευαν για την προφορά μου, όμως πέρασαν τα χρόνια και συνήθισα κι έκανα νέους φίλους. Στην πολυκατοικία που μένουμε με τη γιαγιά, ήρθε κι έμεινε ακριβώς από κάτω μας ένα κορίτσι που μου αρέσει πολύ. Τη λένε Ξένια, είναι μία τάξη μικρότερη, αλλά κάνουμε παρέα στα διαλείμματα, γιατί είναι κι αυτή ξένη σαν εμένα και θέλω να της ζητήσω να ’μαστε μαζί.
Ένα βράδυ που μόλις είχα πέσει να κοιμηθώ, άκουσα την Ξένια να ουρλιάζει και μετά άκουσα τον μπαμπά της να βρίζει τη μαμά της. Θυμήθηκα τον δικό μου μπαμπά και θύμωσα κι ήθελα να κατέβω κάτω να την προστατέψω, γιατί φοβήθηκα μην την πάρει η μαμά της και φύγουν, όπως έκανε και η δική μου μαμά. Την άλλη μέρα της μίλησα στο σχολείο και της είπα όσα άκουσα, όμως η Ξένια θύμωσε κι άρχισε να με αποφεύγει στα διαλείμματα. Στενοχωρήθηκα πολύ, ειδικά όταν και τις επόμενες μέρες κατάλαβα ότι μου κρύβεται.
Ένα άλλο βράδυ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ’ τη στενοχώρια μου, άκουσα πάλι την Ξένια να ουρλιάζει κι έτρεξα να ξυπνήσω τη μαμά μου για να της το πω. Όμως η μαμά έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο κι άρχισε να κλαίει και στενοχωρήθηκα ακόμα πιο πολύ που της θύμισα τον μπαμπά. Κλειδώθηκα τότε στο μπάνιο κι έριχνα νερό στο πρόσωπό μου για να σκεφτώ τι θα κάνω. Κι οι φωνές της Ξένιας ξεσήκωναν την πολυκατοικία κι εγώ θύμωνα μέσα μου κι έριχνα κι άλλο νερό στο πρόσωπό μου. Μέχρι που οι φωνές σταμάτησαν κι εγώ κάθισα στη λεκάνη κλαίγοντας.
Και μπερδεύτηκαν στο μυαλό μου οι άσχημες αναμνήσεις οι δικές μου και το πνιχτό κλάμα της μαμάς και τα ουρλιαχτά απ’ το ξύλο ανακατεμένα· τα δικά μου και της Ξένιας και της μαμάς μου και της μαμάς της. Και ένιωθα ότι κάτι πρέπει να κάνω για να μην ξανασυμβεί όλο αυτό κι ευχόμουν να είχα τη δύναμη να το νικήσω όλο αυτό το κακό. Και ξαφνικά ένιωσα να αλλάζω και να μεταμορφώνομαι και ζαλίστηκα κι έπεσα στο πάτωμα. Και όταν συνήλθα δεν ήμουν πια άνθρωπος, αλλά ένα φίδι τεράστιο, γυαλιστερό, κίτρινο και μαύρο, και κάθε μου αναπνοή έβγαζε ένα σφύριγμα θανατερό. Και σήκωσα το κεφάλι μέσα στο μπάνιο κι άκουσα το κλάμα της Ξένιας και ήθελα να πάω κοντά της να την προστατέψω. Και τρύπωσα μέσα στο νερό της λεκάνης και σύρθηκα μέσα στον σωλήνα και γλίστρησα στην αποχέτευση και βρέθηκα στον κάτω όροφο που ήταν το σπίτι της. Και κολύμπησα μέσα στα βρώμικα νερά κι έκανα βόλτες στις σωληνώσεις μέχρι να καταφέρω να προσανατολιστώ.
Όταν βρήκα τον δρόμο για το μπάνιο τους, ηρέμησα τον θυμό μου και περίμενα υπομονετικά. Μόλις άκουσα τα βήματα του πατέρα της στο μπάνιο και το φερμουάρ να κατεβαίνει, πήρα θέση μάχης και τινάχτηκα μέσα απ’ τη λεκάνη της τουαλέτας και κάρφωσα τα δόντια μου στον γυμνό πισινό του κι άδειασα όλο μου το δηλητήριο. Ούρλιαξε απ’ τον πόνο και σωριάστηκε στο πάτωμα με τα μπατζάκια στους αστραγάλους, ούρλιαξε πιο δυνατά και από την Ξένια και τη μαμά της και τη μαμά μου και εμένα.
Και μετά βγήκα ολόκληρος έξω απ’ τη λεκάνη και σύρθηκα στο πάτωμα μέχρι το σαλόνι, να βρω την Ξένια να της πω πως όλα τελείωσαν πια. Κι αυτή με είδε και φοβήθηκε και άρχισε να σκληρίζει κι έπιασε ένα μεγάλο πορσελάνινο βάζο που είχαν στο τραπεζάκι και μου το πέταξε. Το βάζο έγινε χίλια κομμάτια και το κεφάλι μου έλιωσε. Ο φόβος τελείωσε πια.