Ακριβως απεναντι από την πολυκατοικία της υπάρχει ένα καφενείο. Όταν δεν είχα δουλειά, πήγαινα τα πρωινά να χαζέψω τα πέντε δευτερόλεπτα της οπτικής επαφής μας. Στις οκτώ παρά τέταρτο ακριβώς έσερνε το νυσταγμένο πιτσιρίκι της, φορώντας πάντα εκείνα τα τεράστια πεταλουδένια γυαλιά ηλίου. Δεν είχα καταφέρει ποτέ να δω τα μάτια της και μου είχαν λείψει.
Ο άντρας της έφευγε πάντα στις επτά και τέταρτο με γρήγορο βήμα και φρεσκοσιδερωμένο κοστούμι. Γιατρός πετυχημένος, με γυαλιά χωρίς σκελετό και περπάτημα νικητή. Εντάξει, το παραδέχομαι, δεν με χώρισε για κανέναν τυχαίο.
Στο μισάωρο που μεσολαβούσε, είχα σκεφτεί μυριάδες φορές να της χτυπήσω το κουδούνι, αλλά ήταν το πιτσιρίκι που με κώλωνε. Δεν έφταιγε σε τίποτα αυτό, εκείνη έπρεπε όμως να πληρώσει για ό,τι μου είχε κάνει κι έψαχνα τον τρόπο.
Ώσπου ένα πρωινό, μου ήρθε η ιδέα. Παράγγειλα ελληνικό καφέ αντί για εσπρέσο για να την επεξεργαστώ αργά. Εκδίκηση κοφτερή σαν κινέζικη σταγόνα, χωρίς αίματα και μικροπρέπειες και κυρίως χωρίς να με πάρει κανείς χαμπάρι. Έγλειψα το καϊμάκι του καφέ από το πάνω χείλος μου και γέλασα κρυφά.
Το επόμενο πρωινό, τράβηξα μια ρουφηξιά καφέ μόλις την είδα ν’ ανοίγει την τζαμένια εξώπορτα και στριφογύρισα στην ψάθινη καρέκλα. Φορούσε πάντα τα ίδια τεράστια γυαλιά κι ένα παλτό ακριβό, καινούργιο, γιατί δεν το ’χα ξαναδεί. Ύστερα από τρία βήματα, το αριστερό πόδι της έμεινε μετέωρο στον αέρα και τράβηξε σαν χειρόφρενο το χέρι του παιδιού να σταματήσει. Έσκυψε με αργές κινήσεις και μάζεψε από την είσοδο της πολυκατοικίας έναν φάκελο. Ήταν ανοιγμένος, μισοτσαλακωμένος και χωρίς περιεχόμενο, όπως διαπίστωσε χώνοντας μέσα δυο νύχια και δυο δάχτυλα.
Βρισκόμουν μακριά για να δω τα μάγουλά της να χλομιάζουν, αλλά ήμουν βέβαιος πως το αίμα κατηφόρισε όλο πηχτό προς τα δάχτυλα των γυμνασμένων ποδιών της. Στάθηκε εκεί αποσβολωμένη με τον φάκελο στα χέρια για αρκετά δευτερόλεπτα, μέχρι που ο πιτσιρικάς τής τράβηξε το φουστάνι γκρινιάζοντας. Δίπλωσε τον φάκελο στην τσάντα της και ξεκίνησε να τρεκλίζει. Δεν την πείραξε που ο φάκελος έγραφε το ονοματεπώνυμο του άντρα της κάτω δεξιά, ούτε που έγραφε το όνομα «Μαίρη» χωρίς επίθετο πάνω αριστερά. Τη σκότωσε η μικροσκοπική καρδιά που ήταν ζωγραφισμένη πάνω από το γιώτα αντί για τόνο.
Ήπια την τελευταία γουλιά καφέ με μπόλικο κατακάθι και σηκώθηκα. Το σώμα μου είχε αυτό το γαργαλητό της ευτυχίας. Περπάτησα στο πεζοδρόμιο ήρεμος, έχοντας επιτύχει τον στόχο μου. Της είχα μόλις καταστρέψει την ονειρεμένη οικογενειακή ζωή. Της φύτεψα τον φόβο της απιστίας, τον πιο δαιμονισμένο φόβο. Είχε πλέον δύο επιλογές: Είτε να του κουνήσει τον φάκελο στα μούτρα ζητώντας εξηγήσεις. Είτε να καταπιεί τον φάκελο και να συνεχίσει τη ζωή της προσποιούμενη ότι δεν είδε και δεν ξέρει. Δεν είχα ιδέα ποιο από τα δύο ήταν πιο ταπεινωτικό.
Την άλλη μέρα βγήκε κανονικά στις οκτώ παρά τέταρτο και στράφηκε κατευθείαν προς το γραμματοκιβώτιο, κοιτώντας το εξονυχιστικά. Σήκωσε κατόπιν τα γυαλιά να κοιτάξει μπροστά στον χώρο της εισόδου κι είδα επιτέλους το βλέμμα της. Είχε δυο τρύπες αντί για μάτια και φοβήθηκα.
Είχε κάνει γαργάρα τον άδειο φάκελο για να παραμείνει η κυρία του κυρίου. Δεν μπορείς να κάνεις χειρότερη ζημιά σε μια εγωίστρια από το να τη βάλεις να κατουρήσει μόνη της το εγώ της και μετά να στεγνώσει βιαστικά το κάτουρο με σεσουάρ γιατί έχει να πάει σε δεξίωση με τον άντρα της. Αφήνει σημάδι κι ας μην το βλέπει κανείς.