Η δουλεια έχει πέσει τελευταία στο μικρό μας ψιλικατζίδικο. Με τη μάνα μου καθόμαστε δίπλα δίπλα στο ταμείο και κοιτάζουμε αφηρημένα τη μικρή οθόνη που είναι βιδωμένη στον απέναντι τοίχο. Δεκαέξι ώρες ημερησίως ζούμε καθισμένες μελαγχολικά στην ίδια θέση – πηγαίνουμε σπίτι μόνο για να κοιμηθούμε.
Ο ήχος της μεγάλης μοτοσικλέτας αναστάτωσε τη γειτονιά μας, μες στο ζεστό καταμεσήμερο. Ένας γεροδεμένος άντρας πάρκαρε πρόχειρα και τρύπωσε στη μεταλλική πόρτα να προμηθευτεί μια σακούλα καπνό. Είχε κουρασμένο βλέμμα, μαλλί τσαλακωμένο απ’ το κράνος και μια αύρα αλήτικη. Η σκόνη στα αγκαθωτά γένια του έδειχνε ότι έρχεται από μακριά. Κοίταξα λαίμαργα τα καστανά του μάτια κι αναστατώθηκα.
Τον ακολούθησα έξω στον δρόμο, αγνοώντας την άγρια ματιά της μάνας μου. Ίσιωσα την κοντή φούστα που φορούσα και μια θολή ανυπομονησία γέμισε το βλέμμα μου.
«Πού θα πας τώρα;» τον ρώτησα.
«Όπου με βγάλει ο δρόμος», μου απάντησε αδιάφορα.
«Δηλαδή πηγαίνεις στην τύχη;»
«Είμαι συγγραφέας κι αναζητώ την έμπνευση».
«Η έμπνευση είναι γυναίκα;»
«Η έμπνευση είναι στιγμή».
«Αν δεν τη βρεις μέχρι το απόγευμα, θα ξαναπεράσεις;»
«Δεν έχω λόγο να ξαναπεράσω».
«Μπορώ να γίνω εγώ ο λόγος. Είμαι δεκαεννιά χρονών και θέλω να γνωρίσω τον κόσμο. Βαρέθηκα τόσα χρόνια κλεισμένη στο ψιλικατζίδικο».
«Είμαι τριάντα εννιά χρονών και μ’ έχει απογοητεύσει ο κόσμος. Γι’ αυτό γυρίζω στους δρόμους».
«Είδες; Ταιριάζουμε. Πάρε με μαζί σου!»
«Γιατί θέλεις να φύγεις;»
«Ο μπαμπάς μου μπάρκαρε στα πλοία όταν ήμουν τριών χρονών και δεν τον ξαναείδαμε. Η μαμά λέει πως πνίγηκε στον Ινδικό, μα όλοι πιστεύουν πως μας παράτησε. Η μαμά μου δεν είναι καλά από τότε κι εγώ θέλω να γνωρίσω τον κόσμο. Πάρε με μαζί σου, μάθε μου ό,τι ξέρεις. Είμαι δεκαεννιά και θέλω να ζήσω».
Μου χάιδεψε το μάγουλο με τα σκληρά του δάχτυλα και μου χαμογέλασε. Ένιωσα την ανάσα του πάνω μου κι ανατρίχιασα. Το κεφάλι της μάνας μου πρόβαλε ανήσυχα από τη μεταλλική πόρτα να δει τι συμβαίνει. Αμίλητος κατευθύνθηκε προς τη μηχανή του, άνοιξε την πλαϊνή δερμάτινη τσάντα κι έβγαλε ένα τσαλακωμένο χοντρό βιβλίο.
«Μου πήρε πέντε χρόνια να το γράψω. Διάβασέ το, θα καταλάβεις», μου ψιθύρισε και φόρεσε το ταλαιπωρημένο κράνος του. Με κοίταξε ίσια στα βουρκωμένα μάτια μου και μου έγνεψε έναν μικρό χαιρετισμό. Ο βαρύς επαναλαμβανόμενος θόρυβος του κινητήρα ακούστηκε σαν κρώξιμο βατράχου.
«Στο καλό, πρίγκιπα», τον αποχαιρέτισα μουδιασμένη κι έσφιξα το χοντρό βιβλίο στην αγκαλιά μου.
«Cut, cut!» φώναξε αγριεμένος ο σκηνοθέτης. «Ξέχασες πάλι το δάκρυ την ώρα που σφίγγεις το βιβλίο, γαμώτη σου. Σβήσε κι εσύ, ρε βάτραχε, τη μηχανή να το πάμε άλλη μία να τελειώνουμε. Δεν αντέχεται αυτή η ζέστη».