Φόβος κανένας by Γιάννης Φαρσάρης - HTML preview

PLEASE NOTE: This is an HTML preview only and some elements such as links or page numbers may be incorrect.
Download the book in PDF, ePub, Kindle for a complete version.

Είκοσι δύο χρόνια χωρίς διακοπή

Και καθισα όλο το βράδυ στο φότοσοπ κι έφτιαξα τη μούρη της κόκκινη και πράσινη και κίτρινη, με ορθάνοιχτο στόμα και κάτι ροζ βλεφαρίδες έντονες, και μετά είπα στον εκτυπωτή να την τυπώσει στο χαρτί μέχρι να βαρεθεί ή μέχρι να τελειώσει το μελάνι του. Και μετά πήρα τη στοίβα με τα χαρτιά κι ένα μπουκάλι του νερού κομμένο στη μέση γεμάτο ψαρόκολλα και βγήκα μεσάνυχτα στη φτωχή τη γειτονιά μας κι άρχισα να τα κολλάω σε βιτρίνες και εισόδους πολυκατοικιών και σε στύλους της ΔΕΗ, απάνω από τα μνημόσυνα. Και κόλλησα όλη νύχτα χωρίς σταματημό ίσαμε πενήντα χαρτιά με την πολύχρωμη μούρη της παντού, την ώρα που αυτή κοιμόταν και δεν ήξερε. Και μετά γλίστρησα μέχρι το σπίτι μου κι έκανα έναν καφέ και μετά έβγαλα έξω με πολύ κόπο την μπορντό βαριά πολυθρόνα που ’χουμε μπροστά στην τηλεόραση και την έσπρωξα και την έσυρα στον δρόμο ιδρωμένος, μέχρι που την κουβάλησα στο πεζοδρόμιο ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι της, δίπλα στο κόκκινο Φορντ Φιέστα του πατέρα της, που είχε καταθέσει τις πινακίδες γιατί δεν είχε να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας.

Και με ξύπνησε η μάνα μου χαράματα με φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της και ούρλιαζε: «Τα ύστερα του κόσμου, σήκω πάνω, κόρη μου», και δεν πρόλαβα ούτε να πλυθώ, ούτε να χτενιστώ και βγήκα στην αυλή κι είδα εμένα παντού κολλημένη και άκουγα γέλια πνιχτά στη γειτονιά, μα πιο πολύ ένιωθα το δικό του το γέλιο εκεί απέναντι στο πεζοδρόμιο. Έτρεξα ξυπόλητη καταπάνω του.

«Τώρα πες ό,τι θες», γύρισε και μου είπε σιγανά και μετά αγκάλιασε με το πόδι το μπράτσο της πολυθρόνας κι έκλεισε τα μάτια. Είδα την αφίσα κολλημένη παντού με τη φάτσα μου κόκκινη και πράσινη και κίτρινη, με ορθάνοιχτο στόμα και άμα πλησίαζες κοντά είχε γραμμένο από κάτω: «Βγάζεις πάνω από 10.000 ευρώ το μήνα;» Ναι, αυτό του ’χα πει χθες το απόγευμα, την ώρα που τον χώριζα, ότι ο άλλος είναι δικηγόρος και βγάζει πάνω από δέκα χιλιάρικα τον μήνα και θα ’πρεπε να με καταλάβει, γιατί θα ήταν λάθος μεγάλο να μην πάω μαζί του, αφού με θέλει.

Μαζί μεγαλώσαμε, είκοσι δύο χρόνια τώρα, ίδια ηλικία, απ’ το δημοτικό αγκαλιά, στο γυμνάσιο σμίξαμε και ξέρανε όλοι ότι θα παντρευτούμε μόλις φτιάξουν τα πράματα. Μα τα πράματα δεν έφτιαχναν κι είμαστε κι οι δυο άνεργοι, κι οι γονείς μας άνεργοι κι όλη η γειτονιά άνεργη. Κι ούτε θα φτιάξουν ποτέ τα πράματα και το ξέρει κι εκείνος, μα εγώ κουράστηκα, δεν την μπορώ τη μιζέρια, δεν θέλω να λυπάμαι κι εμάς και τους γονιούς μας και τα παιδιά που θα κάναμε. Και του τα εξήγησα αυτά χθες και θα ’πρεπε να με καταλάβει, γιατί με τα λεφτά θα μας βοηθούσα όλους.

Και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι ήθελα να του ορμήξω εκεί που καθόταν στην πολυθρόνα να του βγάλω τα μάτια με τα νύχια μου, αλλά είδα το βλέμμα των γειτόνων και τα ’χασα. Και μετά είδα τον πατέρα μου να ’ρχεται και να με βουτάει απ’ τα μαλλιά και να χτυπάει το κεφάλι μου στο παρμπρίζ του Φορντ Φιέστα και να μου φωνάζει: «Αυτόν αγαπάς από μικρή, αυτόν θα πάρεις. Εγώ πουτάνα για τα λεφτά δε σε θέλω». Και το χτύπαγε το κεφάλι μου, το χτύπαγε μέχρι να γίνει θρύψαλα το γυαλί κι εγώ ζαλίστηκα κι έπεσα στο πεζοδρόμιο μπροστά στην πολυθρόνα, γεμάτη αίματα. Κι από τη φασαρία εκείνος άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε και τον κοίταξα κι έβγαλε απ’ την τσέπη τα τσιγάρα και τον αναπτήρα να απολαύσει το θέαμα. Εμένα ξεφτιλισμένη εκεί, μέσα στα αίματα, στο πεζοδρόμιο. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, μόνο τον πατέρα μου να αφρίζει και τους γειτόνους που είχαν κάνει έναν στενό κύκλο γύρω μας και μας κοίταζαν και μας κοίταζαν κι έλεγαν πολλά, μόνο που δεν μιλούσαν.

Η μαμά μου δεν παντρεύτηκε τον δικηγόρο, τον μπαμπά μου παντρεύτηκε, γιατί φοβήθηκε τον πατέρα της και τη γειτονιά που ήτανε φτωχή αλλά τίμια και δεν ήθελε προδοσίες. Είκοσι δύο χρόνια μεγάλωναν μαζί, χωρίς διακοπή, η μοίρα είχε ήδη αποφασίσει. Φτωχικά με αναθρέψανε, η μαμά δεν δούλευε, μόνο ο μπαμπάς όποτε έβρισκε μεροκάματο. Αδερφάκι δεν είχα και γι’ αυτό ήμουν η αδυναμία του παππού, που είχα και τ’ όνομά του. Στο γυμνάσιο πήγαινα, όταν μια μέρα σκάλιζα ένα ντουλάπι και βρήκα καταχωνιασμένη την πολύχρωμη αφίσα με τη μαμά. Όταν παραξενεμένος την πήγα να της τη δείξω, μου την πήρε απ’ τα χέρια και την έκρυψε και μου είπε να περιμένω μέχρι να φύγει ο μπαμπάς για το καφενείο.

Και μετά κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και μου είπε κλαίγοντας όλη την ιστορία με λεπτομέρειες. Μόλις με πήραν και μένα τα κλάματα, μου είπε το όνειρο της ζωής της: Όταν πεθάνει ο μπαμπάς, να τη βοηθήσω να φτιάξουμε στο φότοσοπ το κηδειόχαρτό του με τη μούρη του κόκκινη και πράσινη και κίτρινη, με ορθάνοιχτο στόμα και κάτι ροζ βλεφαρίδες έντονες. Και να βγει μεσάνυχτα στη φτωχή τη γειτονιά μας και ν’ αρχίσει να κολλάει τα χαρτιά με ψαρόκολλα σε βιτρίνες και εισόδους πολυκατοικιών και σε στύλους της ΔΕΗ, όλη νύχτα. Κι από κάτω από τη μούρη του να έχει γραμμένο: «10.000 φορές το μήνα σε μισούσα».

Έγκυος σε μένα ήταν τη μέρα που έγινε η σκηνή με την αφίσα. Την προηγούμενη μέρα το είχε μάθει. «Με τον μπαμπά ή με τον δικηγόρο;» τη ρώτησα. Δεν απάντησε, μόνο με όρκισε να κάτσω να μάθω καλά φότοσοπ.