Φόβος κανένας by Γιάννης Φαρσάρης - HTML preview

PLEASE NOTE: This is an HTML preview only and some elements such as links or page numbers may be incorrect.
Download the book in PDF, ePub, Kindle for a complete version.

Εγωστάσιο

Η ιδεα μού ήρθε ένα βράδυ μέσα στην αϋπνία μου. Και τις ιδέες πρέπει να τις κάνεις αμέσως πράξη, γιατί αλλιώς σαπίζουν και βρωμάνε και μετά δεν τις θες. Κατέβηκα στην κουζίνα, κάνοντας ησυχία να μην ξυπνήσει η μάνα μου. Μένω μαζί της και πάλι αυτή την εποχή. Ψάχνω στα ντουλάπια όπου φυλάει τα πάντα και βρίσκω ένα τσίγκινο κουτί του καφέ με φασόλια. Τα κουνάω πρώτα καλά πριν τ’ ανοίξω, ο ήχος τους από παιδί μού θυμίζει ζάρια και μετά διαλέγω ένα μικρούτσικο που μου φάνηκε κατάλληλο για τη δουλειά που το θέλω. Καρπός, σκέφτηκα θαυμάζοντάς το, κρύβει μέσα του ζωή. Τώρα χρειάζονταν λεπτές χειρουργικές κινήσεις με το ένα μόνο χέρι για να πετύχω τον σκοπό μου. Να φυτέψω το φασόλι στην αριστερή μου μασχάλη. Άκου με, ένα είναι το μυστικό για να μην ταλαιπωρηθείς καθόλου. Όλα παίζονται στον τετραπλό κόμπο που πρέπει να κάνεις περιμετρικά με τις τρίχες για να στερεωθεί καλά ο σπόρος και να κρυφτεί στο τρίχωμα. Αμέσως μετά του βάζεις μπόλικο νερό και την πέφτεις για ύπνο. Το ποτίζεις απαραιτήτως πέντε φορές τη μέρα και δεν κάνεις τη μαλακία να του βάλεις αφρόλουτρο ή αποσμητικό, γιατί το ’χασες. Καλύτερα βέβαια να το επιχειρήσεις όλο αυτό καλοκαίρι για να μπορέσεις να το λιάζεις κιόλας μερικές ώρες, θα το βοηθήσει ν’ αναπτυχθεί. Θαλασσινά νερά και λοιπά εννοείται ότι θα το ξεράνουν, μη λέω τα αυτονόητα.

Η φασαρία δεν κρατάει πολύ, καμιά βδομάδα, μέχρι να πετάξει ρίζες και κοτσάνι. Την πρώτη φορά που το αισθάνθηκα να με γαργαλάει στη μασχάλη, ένιωσα πατέρας. Έβαλα μέσα μου τον καρπό κι αυτός γέννησε. Άπαξ και πετάξει ρίζα, μετά αλλάζεις πίστα και ποιος σε πιάνει, αρκεί να το ποτίζεις απαρεγκλίτως πέντε φορές μέρα νύχτα. Βοηθάνε και οι τρίχες βέβαια που κρατάνε την υγρασία. Ύστερα πρέπει να συνηθίσεις δύο πράγματα: Να κοιμάσαι ανάσκελα με το αριστερό χέρι ψηλά –βολεύει πολύ να ακουμπάς τον καρπό στο κούτελο– και να κάνεις τις δουλειές σου χωρίς μπλούζα. Καθοδηγείς σωστά το κοτσάνι να ξεπεταχτεί απ’ την μπροστινή μεριά της μασχάλης και καθάρισες.

Τέσσερα φύλλα είχε ανοίξει εκείνο το πρωινό που το είδα λίγο μαραμένο. Φόρεσα μια φαρδιά πουκαμίσα και πήγα στον γεωπόνο. Έξυσε τη φαλάκρα του και σκούπισε δυο φορές τα γυαλιά του για να το δει καλύτερα. «Δεν έχει θρεπτικές ουσίες η φασολιά, δεν έχει χώμα να πάρει δύναμη, θα σου ξεραθεί». Πρότεινα να γεμίσω τις τρίχες με λάσπη, αλλά μου έδωσε για καλύτερα ένα μπουκαλάκι λίπασμα εκατό εμ ελ, να βάζω δυο σταγόνες κάθε τρεις ώρες. «Αυτό θα το κρατήσει σε ζωή», με διαβεβαίωσε. «Έλα σε μια βδομάδα να σε ξαναδώ».

Δεν πρόλαβα να βγάλω τη βδομάδα, μου την ξερίζωσαν τη φασολιά μαζί με την καρδιά. Μου το σκότωσαν το σπλάχνο μου. Μπορεί και να τους κάλεσε η μάνα μου, μπορεί και καμιά γειτόνισσα που μ’ είδε στο μπαλκόνι να λιάζομαι, ο γεωπόνος πάντως σίγουρα όχι.

Δυο νοσοκόμοι με στρίμωξαν με τη βία κι ένας γιατρός με νάρκωσε με μια σύριγγα και τώρα είμαι ξαπλωτός και δεμένος χέρια πόδια σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Κανείς δεν μου απαντά τι απέγινε η φασολιά μου. Θα ξαναφυτέψω άλλη με την πρώτη ευκαιρία, δεν το συζητώ, αλλά δεν θα ’ναι ποτέ ίδια. Όταν χάνεις το παιδί σου, δεν το ξεχνάς άμα κάνεις δεύτερο.

Μόνο η μάνα μου ερχόταν στο νοσοκομείο να με δει, η Φανή ούτε που φάνηκε. Η γυναίκα μου είναι η Φανή. Γνωριστήκαμε το ’8, το ’10 παντρευτήκαμε, το ’12 γκαστρωθήκαμε, αρχές του ’13 γεννήσαμε μια κούκλα δύο εκατό. Όλα όμορφα κυλάγανε στην αρχή και τακτοποιημένα μικροαστικά. Βοηθός λογιστή εγώ, ρεσεψιονίστ σ’ ένα τριάστερο αυτή. Εννιά με πέντε δουλειά εγώ, ρολόι τα οκτάωρα αυτή. Είχαμε θέματα με τα ωράρια, είχαμε θέματα διάφορα, τέλος πάντων δεν τον έλεγες και πετυχημένο τον γάμο, αλλά όλοι γύρω μας τα ίδια, οπότε; Η ουσία είναι πως ένα βράδυ που εκείνη δούλευε, το παιδί το έβαλα για ύπνο κανονικά και το πρωί στις επτά που γύρισε, εγώ κοιμόμουν κι αυτό ψηνόταν με 41 πυρετό και αρχίζει τις χριστοπαναγίες και τα «Είσαι άχρηστος και ανίκανος και δεν σου αξίζει να είσαι πατέρας», και φεύγει με τη μικρή για το νοσοκομείο. Φεύγω κι εγώ για το γραφείο, να μην αργήσω, αλλά δεν είχα όρεξη για δουλειά και το ρίχνω στα τσιγάρα και στους καφέδες και το τσουλάω στο μυαλό μου το γεγονός. Γιατί να με βρίσει τόσο άσχημα για έναν πυρετό – εντάξει, τα ’χουμε τα προβλήματα στον γάμο, όμως το άχρηστος και το ανίκανος είναι βαριές κουβέντες. Και μετά μου μπήκανε ιδέες κακές και πάνω στη σκοτούρα θυμάμαι τον συμμαθητή μου που είχε γίνει γιατρός μεγάλος και παρακαλώ τον προϊστάμενο να μ’ αφήσει να φύγω ένα διωράκι για λόγους προσωπικούς. Μην τα πολυλογώ, χάρηκε ο συμμαθητής, μου πήρε σπέρμα, μου πήρε και κολλαριστά δυο πενηντάρικα, μου πήρε και την ψυχή στο τηλέφωνο τρεις μέρες μετά. «Ολιγοσπερμία, μηδαμινή κινητικότητα, υπογονιμότητα», μου είπε, «και ανάγκη θεραπείας με ορμόνες FSH», αν θέλω να κάνω παιδί. «Μα έχω παιδί», του λέω. «Αποκλείεται…» μου λέει. Και επιμένει. «Θα κάνω δικό μου παιδί», του φωνάζω πεισμωμένος, «η μικρή μου χρειάζεται αδερφάκι».