Το αφεντικο μου είναι χοντρός και μυρίζει άσχημα. Καθόλου δεν με πειράζει που είναι χοντρός, με πειράζει όμως πολύ που είναι χοντρομαλάκας. Μια μέρα με είχε φωνάξει στο γραφείο του και λιγουρεύτηκα μία απ’ τις χρυσές του πένες. Έχει μια τεράστια συλλογή από πένες το αφεντικό μου. Κι όταν λέω χρυσή, εννοώ ολόκληρη επιχρυσωμένη μέσα έξω με είκοσι τέσσερα καράτια κι όχι μόνο η μύτη της, όπως σίγουρα φαντάστηκες. Για το αφεντικό μου μιλάμε, όχι για κανέναν υπαλληλόπουλο σαν εμένα. Την πένα, λοιπόν, αυτή του την έκλεψα. Άμα θες να βρεις ευκαιρία να κλέψεις, θα βρεις. Του την έκλεψα χωρίς να το πάρει χαμπάρι. Και με τόσες πένες που έχει, ίσως και να μην το πάρει ποτέ χαμπάρι. Αλλά και να καταλάβει κάποτε ότι έχασε τη συγκεκριμένη πένα, αποκλείεται να καταλάβει πως την έκλεψα εγώ. Τόσοι άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στο γραφείο του. Βέβαια, και να του γεννηθεί έστω η υποψία ότι την έκλεψα εγώ, δεν γίνεται να το αποδείξει. Άκου εσύ, μη σου μπαίνουν ιδέες, δεν έκλεψα την πένα για τα λεφτά. Την έκλεψα για να την κλέψω. Την έκλεψα γιατί μπορούσα να την κλέψω. Όπως αυτός μπορεί και μου κλέβει τη ζωή. Το κορμί μου κάνα δεκάωρο κάθε μέρα –άμα κάτσει στραβή, και δωδεκάωρο– και το μυαλό μου φουλ εικοσιτετράωρο, μέσα και τα Σαββατοκύριακα. Για ψυχή μη ρωτήσεις, την έχω παρκάρει μόνιμα στο γραφείο, δεν την παίρνω καθόλου στο σπίτι. Ο καθένας κλέβει ό,τι μπορεί, τι να λέμε τώρα να πληγωνόμαστε.
Ήμουνα σε ραντεβού με έναν καλό πελάτη, απογευματάκι, όταν με πήρε ο χοντρός στο κινητό. Ήταν στρυφνός όπως πάντα, τίποτα το παράξενο.
«Η γυναίκα σου με περιμένει στο ξενοδοχείο Όρεγκον να την πηδήξω. Άμα μου φέρεις τώρα την πένα, δεν θα πάω. Τρέχα από κει αν δε με πιστεύεις, είναι τώρα στο δωμάτιο 414 και με περιμένει. Εγώ σου λέω –για το καλό σου– μην πας από κει, αλλά επειδή θα πας, το δωμάτιο είναι πληρωμένο από μένα – μην το ξαναπληρώσεις. Την πένα να φέρεις».
«Αφεντικό, εγώ θα σου ’λεγα να πας στο Όρεγκον αφού σε περιμένει. Αμαρτία είναι. Κι εκείνα τα οχτώ χιλιάρικα –που το πρωί μου έδωσε ο πελάτης για την παραγγελία– θα τα κρατήσω. Κι έτσι θα είμαστε πάτσι. Ακούς τι σου λέω; Να πας στο Όρεγκον. Να πας γιατί είναι αμαρτία, αφού σε περιμένει. Να πας, αφεντικό, κι εγώ θα σου φέρω αύριο την πένα στο γραφείο».