«Δεν ξέρω αλήθεια πώς λεγόταν του παππού μου ο παππούς·
ξέρω ένα μακρινό μου πρόγονο που λεγόταν Όμηρος».
Τ.Σ .
μηρος: «Ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής, τόσο απέραντης
Όολ κής, ώστε το έργο του έγινε πρότυπο και υπόδειγμα για
όλους τους μεταγενέστερους. Γιατί ο Όμηρος δεν είναι μονάχα
πατέρας των Ελλήνων και των θεών τους, αλλά και πατέρας όλης
της ευρωπαϊκής ποίησης … Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούν
την τέλεια εκδήλωση του λαϊκού έπους. Γι’ αυτό τα έπη αυτά δι-αστέλλονται ως το σημείο να συμπεριλάβουν μια ολόκληρη απεικόνιση του κόσμου». Έρβιν Λαθς «Παγκόσμια Ιστορία της Λογοτεχνίας», σελ. 36-37.
Ο πολιτικός φιλόσοφος και συγγραφέας Ουίλιαμ Γκούτουιν
λέει, το 1808, τί ακριβώς ήταν ο Όμηρος: «Ο πατέρας της ποίησης, ο αρχαιότερος ιστορικός, αυτός που συγκέντρωσε και κατέ-γραψε όλες τις γνώσεις της εποχής του, ο πατέρας της συνεχόμε-νης αφήγησης, των λεκτικών εικόνων, του δραματικού ύφους, του δραματικού διαλόγου, της πλοκής που έχει αρχή, μέση και
τέλος».
Ο Όμηρος δεν ήταν κανένας μυθικός ραψωδός, όπως οι γιοι
του Απόλλωνα, ο Ορφέας και ο Λίνος. Υπήρξε πρόσωπο υπαρ-κτό, που με τον άμεσο δημιουργικό του λόγο, τηρώντας αυστηρά
τους ποιητικούς νόμους, έδωσε στην ανθρωπότητα ένα έργο μεγάλης πνοής.
Ο Όμηρος, μέσα από ένα θαύμα, εξακολουθεί να επικοινωνεί
από το ένα άκρο του ανθρώπινου πολιτισμού στο άλλο, ακόμη και
σήμερα. Δε γνωρίζω πως γίνεται. Είναι πανταχού παρόν αλλά όχι
ορατός. Από πολλούς θεωρείται ότι ο Όμηρος βρίσκεται στην αυ-γή του δυτικού πολιτισμού. Η θεωρία αυτή έχει στηρίγματα.
68
Διαβάζοντας τον Όμηρο ακούς και τους νεκρούς να μιλάνε.
Νιώθεις πως στα κείμενα αυτά κρύβεται η αφτιασίδωτη αλήθεια.
Ο ποιητής μιλάει με ευθύτητα και χωρίς περιστροφές για τα δράματα και το δεινά του πολέμου και για τη μοίρα του ανθρώπου σε
μια μεταβατική εποχή, μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας. Η
ομορφιά των κειμένων έγκειται στην απλότητά τους. Τίποτα δεν
είναι αμφίσημο ή σκοτεινό.
Ο Όμηρος επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια επηρέασε και ενέπνευσε όχι μόνο την ποίηση της Ευρώπης, αλλά και όλες τις μορφές
της τέχνης. Ζωγραφική, γλυπτική, θέατρο, μουσική, κινηματο-γράφο, όπερα, τηλεόραση. Ακόμη κουκλοθέατρο, κόμιξ κλπ.
Η υψηλή ποιότητα των ποιημάτων δεν μας επιτρέπει να απο-μυθοποιήσομε τον Όμηρο, θεωρώντας τον απλώς και μόνο έναν
από τους πολλούς αοιδούς. Αυτό το άτομο έχει υπερβεί την παράδοση χάρη στη μεγαλοφυΐα του.
Ένας Έλληνας αποκάλεσε τον εαυτό του «Ηράκλειτο», χρησιμοποιώντας το όνομα του φιλοσόφου, συνέγραψε τον πρώτο αιώνα μ.Χ. μια σειρά σχόλια για τον Όμηρο με τίτλο «Ομηρικές Αλληγορίες». Η πρώτη από αυτές λέει: «Από πολύ μικρά τα παιδιά
ανατρέφονται με τον Όμηρο και φασκιώνονται με τους στίχους
του. Ποτίζουμε με αυτούς την ψυχή μας σαν να ήταν θρεπτικό
γάλα. Ο Όμηρος στέκεται δίπλα στον καθένα από εμάς όταν με-γαλώνουμε και γινόμαστε βαθμιαία άνδρες.
Ανθίζει μαζί μας και μέχρι τα γεράματα δεν τον βαριόμαστε, γιατί μόλις τον παραμερίσουμε, ξανανιώθουμε δίψα γι’ αυτόν.
Μπορούμε να πούμε ότι Όμηρος και ζωή έχουν και οι δύο το ίδιο
όριο».
Είναι παλιός ο μύθος ότι ο Όμηρος παραείναι καλός για να είναι προφορικός.
Ο ισχυρισμός ότι η επική ποίηση ξεκίνησε προφορικά είναι
πέρα για πέρα σωστός. Ότι οι προφορικοί ποιητές μπορούν να
69
συνθέσουν κι εκτεταμένα έπη νομίζω, ότι είναι σωστό, αλλά σίγουρα πρέπει να υπάρχουν όρια. Όρια μεγέθους.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι ποιήματα τόσο μεγάλα, ώστε
μπροστά μας έχουμε ένα νέο είδος. Είναι δύσκολο να απαγγελ-θούν από μνήμης. Η αλήθεια είναι μία. Να την αποδεχθούμε: Ο
Όμηρος γαλουχήθηκε μέσα σε μια προφορική παράδοση, αλλά
ξεπέρασε τα όριά της. Η γραφή του προσέφερε αυτή την ευκαιρία.
Τα ποιήματα αυτά καταγράφηκαν και γι’ αυτό διασώθηκαν.
Ίσως τραυματισμένα, ίσως κι αλλοιωμένα σε κάποια τους σημεία.
Ποιος τα επινόησε και ποιος τα κατάγραψε; Το πίστευε όλη η αρχαιότητα: Ο Όμηρος.
Υπάρχουν βέβαια οι ατεκμηρίωτες απόψεις πολλών καλοθελη-τών, ότι τα ποιήματα αυτά καταγράφηκαν τον έκτο αιώνα π.Χ.
από τον τύραννο Πεισίστρατο (550 π.Χ.) Μα ο Πεισίστρατος συ-μπλήρωσε και διόρθωσε υφιστάμενα κείμενα. Μπορεί να έγιναν
μικρές προσθαφαιρέσεις, αλλά όχι ότι δεν υπήρχε κείμενο.
Το επιχείρημα ότι ο πάπυρος ήταν δυσεύρετος την εποχή του
Ομήρου (750 π.Χ.) είναι πολύ ασθενές. Υπήρχε εμπορική οδός με
τη Ναύκρατη, ελληνική αποικία κοντά στις εκβολές του Νείλου.
Επίσης η βύβλος, η φοινικική πηγή παπύρου, που δάνεισε το όνομά της στην ελληνική γλώσσα «βιβλίο» και «Βίβλος».
Μετά τον Όμηρο και ο Ησίοδος έγραψε χιλιάδες στίχους. Είναι
φανερό πως είχε διαδοθεί η γραφή (φοινικική) που συνετέλεσε
στη διατήρηση των κειμένων. Οι υπέρμαχοι της προφορικής ποίησης δεν μπορούν να εξηγήσουν, γιατί δεν υπάρχουν καθόλου
κείμενα από περιόδους παλαιότερους από τον Όμηρο.
Η λυτρωτική δύναμη της τέχνης είναι φανερή όταν κανείς έρχεται σ’ επαφή με έργα μεγάλης πνοής. Μας χωρίζει χαοτική απόσταση από την εποχή του Ομήρου. Η εποχή του ήταν εντελώς
διαφορετική. Μας χωρίζει απ’ αυτήν ένα εξελικτικό και πολιτιστικό χάσμα. Και όμως τα ομηρικά έπη δεν παύουν να μας γοη-70
τεύουν. Να μας διδάσκουν και να μας δίνουν παραδείγματα προς
μίμηση ή προς αποφυγή.
Δεν είναι υποθέσεις. Έχουμε μπροστά μας τα κείμενα. Σίγουρα
μέσα στον ωκεανό των στίχων υπάρχουν και λεπτομέρειες που
δεν κατανοούμε. Αυτό καθόλου δε μειώνει την αξία τους. Αιώνες
και αιώνες τα ποιήματα αυτά εξάπτουν τα συναισθήματά, διαφωτίζουν το νου, εξευγενίζουν το πνεύμα. Μιλούν για ζωή και θάνατο, για πόλεμο και ειρήνη, για τιμή και αγάπη. Η Ιλιάδα και ο Οδύσσεια αψηφούν τα δεσμά του χρόνου.
Ο Ρόμπερτ Φάουλερ, καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, υποστηρίζει: «Μία είναι η
δοκιμασία στην οποία μπορούν να υποβληθούν τα έργα της τέχνης: Η αντοχή τους στο πέρασμα του χρόνου και η συνεχιζόμενη
εκτίμηση που απολαμβάνουν. Ότι κατέχει η ανθρωπότητα επί μα-κρόν, το εξετάζει και το συγκρίνει συχνά.
Στα έργα του πνεύματος κανένα δεν μπορεί να θεωρηθεί άξιο, μέχρι να συγκριθεί με άλλα έργα του ίδιου είδους. Όπως ακριβώς
στα έργα της φύσης. Κανείς δεν μπορεί δικαιολογημένα να χαρα-κτηρίσει ένα ποτάμι βαθύ, ή ένα βουνό ψηλό, χωρίς να γνωρίζει
πολλά βουνά και πολλά ποτάμια».
Με ποιόν αρχαίο ποιητή, Έλληνα ή Λατίνο, μπορούμε να συγκρίνουμε τον Όμηρο; Ο παππούς μας είναι ασυναγώνιστος. Το
έργο του έχει αυτό που λένε οι σοβαροί μελετητές του: την έκφραση «μη περεταίρω».
Ο Όμηρος δε φιλολογεί. Έχει πιο φιλόδοξους στόχους. Το θέ-μα του είναι πιότερο οι πράξεις των ανθρώπων και των θεών. Για
τα λόγια τους έχει τα δικά του κριτήρια. Τα δικά του μέτρα και
σταθμά. Ούτε στην Ιλιάδα ούτε, στην Οδύσσεια συναντάμε ανα-ξιοπρεπή ή αισχρή γλώσσα σε αδικαιολόγητο βαθμό. Η ομηρική
κοσμιότητα δεν έχει την ομοιότητά της στην Αινειάδα του Βιργιλίου. Ο Όμηρος δίνει βήμα στην ελεύθερη έκφραση του λόγου σε
71
μεγάλο αριθμό αντρών και γυναικών. Ακόμη και σε δούλους, βο-σκούς και υπηρέτριες.
Υπάρχει ένα ερώτημα: Γιατί τα ποιήματα αυτά αγαπήθηκαν
τόσο πολύ από τους Έλληνες; Μα γιατί μ’ αυτά διαμορφώθηκε
τελικά η κοινή ελληνική συνείδηση. Παρά τις φυλετικές ή γλωσσικές τους διαφορές -Αχαιοί, Ίωνες, Δωριείς κλπ.- εδραιώθηκε η
πίστη της κοινής τους καταγωγής και της κοινής τους μοίρας.
Σχολιάζοντας την αγάπη του Ομήρου για τις ιστορίες και τους
θρύλους του παρελθόντος, ο Ντάγκαν Μακ Ντόναλντ γράφει: «Ο
Όμηρος υπήρξε ένας ποιητής ο οποίος λειτούργησε με ακρίβεια
συντηρητή, αντιστεκόμενος στις αλλαγές που επέβαλε το πέρασμα του χρόνου, διαφυλάσσοντας λεπτομερώς την αρχαιότητα.
Για αυτό το είδος ποιητή, οι ιστορίες ήταν ιερά κειμήλια μέσα στα
οποία μπορούσαν να διαφυλαχτούν πολύτιμη σοφία και ανεκτίμητες αντιλήψεις, παρά τα προβλήματα του κόσμου και του χρόνου.
Δηλαδή ένα ποίημα που αποτυπώνει τη μνήμη».
Ο Όμηρος δε μας παραδίδει ένα σύνολο υποδειγματικών πα-ραδειγμάτων. Τα ποιήματα αυτά δεν είναι κηρύγματα. Δεν παρέ-χει κανενός είδους καθοδήγηση. Αυτός είναι ο πόλεμος, αυτές
είναι οι συνέπειες. Αυτή είναι η φύση κι έτσι συμπεριφέρεται.
Έτσι είναι η ζωή: πολιτισμός και βαρβαρότητα. Την όποια της
αξία εσύ την καθορίζεις.
Ο Όμηρος, με τ’ αθάνατα κείμενά του, είναι ένα φως, μία
κραυγή που διαπερνά τρεις χιλιετίες.
72