ύλογο είναι το ερώτημα: Ποιά γνωρίσματα θα μπορούσαν
Ενα εξηγήσουν, γιατί ο Όμηρος έγινε τόσο νωρίς γνωστός
και διάσημος; Η ίδια η ερώτηση έχει σα δεδομένο, ότι τα γνωρίσματα πρέπει να είναι πολλά. Επομένως η απάντηση στο ερώτημα
δεν μπορεί να είναι σύντομη ή μονοσήμαντη.
Έχω τη γνώμη πως πρέπει να χωρίσουμε τα κείμενα σε τρεις
παραμέτρους. Να εξετάσουμε, έστω σύντομα και περιληπτικά, τρία κεφάλαια: Μορφή, περιεχόμενο, κοινωνικές συνθήκες της
εποχής.
1) Μορφή. Είναι νομίζω θεμιτό να πούμε λίγα λόγια παραπάνω για το θέμα της μορφής σε μια καλλιτεχνική δημιουργία γενικά, προτού εξετάσουμε το θέμα αυτό στο ποιητικό έργο του Ομήρου ειδικά. Αναφερόμενοι σ’ αυτό θα μιλήσουμε για τον στίχο, την αφήγηση, τη λαϊκότητα και τη γλώσσα του κειμένου. Αυτά
είναι τα κυριότερα στοιχεία που αποτελούν τη μορφή των δύο μεγάλων επών. Θα τα εξετάσουμε περιληπτικά. Κάτι σαν ανάλυση, επεξήγηση, διευκρίνηση, παρατήρηση.
Γνωρίζουμε πως κάθε καλλιτεχνική δημιουργία έχει δύο όψεις.
Μορφή και περιεχόμενο. Υπάρχει ένα προαιώνιο ερώτημα: Ποιό
από τα δύο έχει περισσότερη σημασία. Η μορφή ή το περιχυμένο; Πού βρίσκεται το «καλό» και το «ωραίο» σ’ ένα έργο τέχνης; Από τους στωικούς φιλοσόφους της αρχαιότητας μέχρι τον
Καντ, ο φορμαλισμός (φόρμα – μορφή) και ο αντιφορμαλισμός
είναι αντικείμενο μεγάλης διαμάχης. Ομηρικοί καυγάδες για ένα
πρόβλημα απλό, σαν το αυγό του Κολόμβου: Μορφή και περιεχόμενο πρέπει ν’ αποτελούν ένα «όλο», Οι ιδεαλιστές (Πλάτων –
σύγχρονοι φορμαλιστές) θέλουν «καθαρή τέχνη» απαλλαγμένη
73
από κάθε είδους ωφελιμιστική σκοπιμότητα. Τους ενδιαφέρει μό-νο το ωραίο.
Σε καμιά περίπτωση η μορφή δεν μπορεί να θεωρηθεί σα δευ-τερεύων στοιχείο στην τέχνη. Η τέχνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά
μορφοποίηση μιας ιδέας. Η μορφοποίηση κάνει μια πνευματική
σύλληψη να γίνει έργο τέχνης. Ο ρυθμός, η συμμετρία, η αρμονία, η ένταση, η υπερβολή, το πάθος, η νηφαλιότητα ή η εκρηκτική
δράση και αντίδραση είναι στοιχεία απαραίτητα σε ένα έργο τέχνης.
Ο πανάρχαιος κανόνας για το αδιαχώριστο μορφής και περιερ-χομένου πρέπει να ισχύει σε κάθε περίπτωση. Η υπεράσπιση της
μορφής σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ερμηνευτεί σαν υποτί-μηση της ουσίας. Πολλές φορές η παραμέληση της μορφής είναι
η αποφυγή του μόχθου.
Είναι γνωστό ότι για να αποδώσεις μορφικά τέλεια την ιδέα
σου, χρειάζεται μόχθος και επιμονή. Αυτόν τον μόχθο τον θεωρούν περιττό και δε θέλουν να τον υποστούν πολλοί δημιουργοί.
Η τέχνη όμως δεν είναι μόνο σύλληψη, αλλά και εκτέλεση δια
μέσου της πρακτικής εργασίας.
Πώς θα προσεγγίζαμε και θα θαυμάζαμε τα παγκόσμια αριστουργήματα του λόγου, της σμίλης ή της αρχιτεκτονικής; Τα
κείμενα των τραγικών ποιητών, τον Ερμή του Πραξιτέλη, ή τον
Παρθενώνα;
Ας ξαναγυρίσουμε στον παππού μας τον Όμηρο, για να δούμε
γιατί έγινε τόσο νωρίς διάσημος. Να ψηλαφήσομε τα γνωρίσματα
που τον καθιέρωσαν ξεκινώντας από τη μορφή του έργου του, αναλύοντας τα στοιχεία που την αποτελούν.
Στίχος. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια έχουν μαζί, περίπου 28.000
στίχους. Χωρίς την υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργούν
στον άνθρωπο οι καλοδουλεμένοι αυτοί στίχοι θα ήταν αδύνατη η
προσέγγιση και η αφομοίωση του περιεχομένου. Ο πολυσύλλαβος
δακτυλικός εξάμετρες, με το φυσικό κυματισμό του, στα χέρια
74
του Ομήρου βρίσκει την τέλεια μορφή του. Είναι φανερό, πως
δίχως καλό στίχο δεν μπορεί να υπάρξει καλή ποίηση.
Πώς θα ήταν δυνατό να φτάσει σε μας και να θαυμάζεται ακόμα ο Όμηρος, αν το έργο του ήταν μια άτεχνη παράθεση πολεμικών γεγονότων; Τι θα ήταν ο Παρθενώνας αν ήταν ένας άτεχνος
χώρος λατρείας των Αθηναίων, χτισμένος με πλίνθους; Δεν είναι
τυχαίο που όλη σχεδόν η αρχαία ποίηση επηρεάστηκε από τη στι-χουργική τεχνική των δύο μεγάλων επών.
Αφήγηση. Πολλές επινοήσεις και τεχνικές χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει ο Όμηρος για να κάνει το έργο του ζωντανό και λει-τουργικό. Για ν’ αποκτήσει αληθοφάνεια η αφήγηση, επικαλείται
τη Μούσα. Αυτή τάχα τον ορμηνεύει και άρα δεν έχει για τα λεγόμενα καμιά ευθύνη. Γυρίζει το χρόνο μπρος – πίσω ανακαλώ-ντας στη μνήμη γεγονότα και μύθους από το παρελθόν.
Είναι άλλωστε ομηρική η τεχνική, του να αποκαλύπτεις την
πλοκή προτού ξεκινήσει η αφήγηση.
Οι ήρωές του κάνουν διαλόγους ή διηγούνται προσωπικές τους
ιστορίες. Μια τεχνική που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του
ακροατή ή του αναγνώστη, καθώς επιμηκύνεται ο χρόνος της
δράσης. Διήγηση μέσα στη διήγηση.
Υπάρχει προφορική και γραπτή αφήγηση. Η προφορική αφήγηση εύκολα μπορεί να αλλοιωθεί, ενώ η γραπτή αντέχει περισσότερο στο χρόνο. Η ποιητική αφήγηση έδωσε πρόσθετο ρυθμικό
και συγκινησιακό βάρος, καθώς ο Όμηρος επιμελήθηκε στο έπα-κρο τα εκφραστικά του μέσα. Μ’ αυτά κατορθώνει να διεγείρει τη
φαντασία των ακροατών του και να τους κάνει να πιστέψουν ότι
βρίσκονται σε άλλο χρόνο και άλλο χώρο.
Να υπενθυμίσουμε εδώ, ότι ο αρχαϊκός όρος που συναντάμε
στα ομηρικά έπη για τον παραδοσιακό αφηγητή είναι «αοιδός».
Αυτός αφηγείται με τη συνδρομή της Μούσας. Οι αοιδοί που εμφανίζονται στο εσωτερικό των ομηρικών επών είναι πλασματικοί.
75
Οι καταπληκτικές περιγραφές των πολεμικών σκηνών, οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές, η γνώση του για τη ζωή και τη φύση, η
ένταση των δραματικών στιγμών και άλλοτε η λυρική αναπόληση
των ειρηνικών ενασχολήσεων, κάνουν τα έπη να ξεχωρίζουν. Το
κείμενο είναι ζωντανό. Μιλούνε όλοι. Ο ποιητής, οι ήρωες, οι
θεοί. Ναι. Η αφήγηση είναι μια γοητεία.
Ο καθηγητής Δ. Ν. Μαρωνίτης στο βιβλίο «Αρχαϊκή Επική
Ποίηση» (έκδοση της εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», σελ. 46), γράφει επε-ξηγώντας τους όρους «Αφήγηση» και «Διήγηση». «Η αφήγηση
είναι σύνθετη λέξη από την πρόθεση «από» και το ρήμα «ηγούμαι», που σημαίνει «πηγαίνω» μπροστά οδηγώντας τους άλλους», ρόλος που ανατίθεται κάθε φορά στον περιστασιακό ή στο επαγγελματία αφηγητή. Πρόκειται επομένως για μεταφορά που προϋ-ποθέτει ότι το αφήγημα μοιάζει με δρόμο και χρειάζεται έναν
προπομπό ο οποίος να οδηγεί όσους τον παρακολουθούν ακούγοντας …
Συχνά ο όρος «αφήγηση» αντικαθίσταται από τον όρο «διήγηση» όπου το πρώτο συνθετικό είναι τώρα η πρόθεση «διά». Η διαφορά ανάμεσα στις δύο προθέσεις διαφοροποιεί κάπως τους δύο
όρους στο εξής σημείο. Η πρόθεση «από» της αφήγησης εντοπίζει
περισσότερο το ξεκίνημα, την αφετηρία του αφηγηματικού λόγου, από την οποία εξαρτάται η πρόοδός του∙ ενώ η πρόθεση «διά» της
διήγησης επιμένει κυρίως στη διαδρομή της αφήγησης, απαρχής
μέχρι τέλους».
Λαϊκότητα. Όλα τα μεγάλα έργα έχουν και το στοιχείο της λα-ϊκότητας. Να προσέξουμε τη διαφορά. Άλλο λαϊκότητα και άλλο
λαϊκισμός. Η λαϊκότητα είναι το στημόνι πάνω στο οποίο υφαίνε-ται κάθε άξιο προσοχής έργο, Η κοινωνική λειτουργία της τέχνης
πραγματοποιείται μόνο στην περίπτωση που αυτή προσπαθεί να
μη κοπούν οι γέφυρες με το κοινό. Η λαϊκότητα είναι εκείνη που
δένει το έργο με την εποχή του. Μέσα σ’ αυτά τα έργα πλάθονται
και γονιμοποιούνται οι νέες ιδέες και οι καινούργιες αντιλήψεις.
76
Τι προσπαθεί να κάνει με το έργο του ο Όμηρος; Κοντά στα
τόσα που μπορούμε να πούμε είναι και το γεγονός ότι προβάλει
την κοινωνική ηθική της εποχής του. Δεν ήθελε η ποίησή του να
νανουρίζει το κοινό. Ωμά και ρεαλιστικά μιλάει για το χτες και το
σήμερα. Για τον πόλεμο και τις συμφορές. Αλλά και τη νοσταλγία
και την ελπίδα για μια ειρηνική ζωή.
Γλώσσα. Η γλώσσα των ομηρικών κειμένων είναι ένα μεγάλο
μαυσωλείο, όπου φυλάσσονται λέξεις από διαφορικές εποχές διαφορετικές διαλέκτους και πιθανό διαφορετικούς τόπους. Διασώθηκαν λέξεις και από την αρχαϊκή ακόμα εποχή μέχρι το 750 π.Χ.
που αν δεν είχαν καταγραφεί θα τις είχε αποσαθρώσει της λησμο-νιές ο άνεμος.
Βάση της γλώσσας των επών είναι η Ιωνική, περιέχει όμως και
Αιολικούς τύπους. Οι λέξεις και η γλώσσα γενικά στον ελλαδικό
και μικρασιατικό χώρο εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν με το
πέρασμα πρώτα από τον προφορικό λόγο. Ο Όμηρος και οι ποιητές πριν από αυτόν προσπάθησαν να επεξεργαστούν τις διάφορες
διαλέκτους και να δημιουργήσουν μια ενιαία λογοτεχνική γλώσσα. Ο τεράστιος πλούτος, ο αξετίμητος θησαυρός της ελληνική
γλώσσας, πολλά χρωστάει στους δημιουργούς της μακρινής εκείνης εποχής. Χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα που τους έδινε η
καθιέρωση της νέας φωνητικής γραφής, (φοινικικής - αλφαβητι-κής) έθεσαν τα θεμέλια μιας γλώσσας που έμελλε ύστερα από διεργασίες αιώνων να γίνει η βασίλισσα των γλωσσών του κόσμου.
Ο Όμηρος φυσικά, δικαιούται το πρώτο βραβείο. Συνέλεξε χιλιάδες χιλιάδων λέξεις, τις επεξεργάσθηκε, τις λείανε, τις έδωσε
ύφος και λάμψη, επινόησε δικές του, ηχηρές, μουσικές πολυσύλ-λαβες.
Αυτά που είπε για τον Σαίξπηρ ο Τόμας Έλιοτ (Αγγλοαμερικα-νός ποιητής, βραβείο Νόμπελ 1948) ισχύουν και για τον Όμηρο:
«Κανένας ποιητής δεν έκανε τόσα πολλά για να φτιάξει μια κοινή
77
γλώσσα ικανή να εκφράσει τις πιο λεπτές σκέψεις ή τις πιο ραφι-ναρισμένες αποχρώσεις συναισθήματος».
Οι αμφισβητίες, οι ρακοσυλλέκτες που δεν πίστευαν ότι τα έπη
γράφηκαν από τον Όμηρο και ότι ήταν συρραφή παλαιών τραγουδιών, είχαν ένα, δυνατό κατά τη γνώμη τους, επιχείρημα: Υπήρχαν στα ομηρικά ποιήματα λέξεις άλλων εποχών ή τόπων. Και
λοιπόν; Οι Έλληνες είχαν πολλές διαλέκτους και μακρά παρουσία
και ιστορία στη Μεσόγειο και την Ιωνία. Και ήταν λαός κινητι-κός, θαλασσινός, ερχόταν σ’ επαφή και με άλλους λαούς. Αν στον
Όμηρο βρείτε μια λέξη με αιγυπτιακή ρίζα, αυτό θα σημαίνει ότι
την Ιλιάδα την έγραψε κάποιος Αιγύπτιος; Καιρός είναι να σοβα-ρευτούμε.
Φυσικά η γλώσσα του Ομήρου δεν ήταν η καθομιλουμένη. Ο
προφορικός λόγος σ’ όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές δεν
είναι απολύτως ίδιος με τον γραπτό. Στα ομηρικά έπη διατηρήθη-κε όμως ο βασικός κορμός της λαλιάς μας. Και μετά τον Όμηρο
σ’ εκατοντάδες ποιητές και συγγραφείς της αρχαιότητας.
2) Περιεχόμενο. Ο μύθος και η πλοκή των ομηρικών κειμένων
χαρακτηρίζονται από πληθώρα φανταστικών και αντικειμενικών
γεγονότων. Σε όλων των ειδών τα λογοτεχνικά έργα ο δημιουργός
είναι αυτός που θα επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα πείσει τους
ακροατές ή αναγνώστες του ότι αυτά που περιγράφει είναι αληθι-νά. Κανείς από τους ακροατές της εποχής του γράφτηκαν τα έπη
δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για τα ιστορούμενα σ’ αυτά.
Μύθος και πραγματικότητα, φαντασία και αντικειμενικότητα ήταν αξεχώριστα.
Μορφή και περιεχόμενο είναι τα δύο θεμελιακά στοιχεία από
τα οποία αποτελείται ένα έργο τέχνης. Για τη μορφή είπαμε αρκετά. Είναι θα λέγαμε η εξωτερική όψη ενός καλλιτεχνήματος. Να
πούμε τώρα λίγα για το περιεχόμενο.
Στα λογοτεχνικά έργα ονομάζουμε περιεχόμενο συνήθως την
ιστορία, δηλαδή την εξέλιξη ενός μύθου, πραγματικού ή φαντα-78
στικού, την πλοκή και τη δράση και σύγχρονα, φανερά ή υπονοούμενα, τις ιδέες, τις έννοιες, τα συναισθήματα και τα μηνύματα που περιέχει το έργο.
Στις περιλήψεις των επών που αναφέραμε σε άλλα κεφάλαια
προηγούμενα, είπαμε αρκετά για το μύθο και το περιεχόμενό
τους. Μόνο πως δεν τονίσαμε την τεράστια επίδραση των ομηρικών κειμένων στη μοίρα των ελληνικών φύλων και στην παγκόσμια τέχνη. Από τους αρχαίους κλασικούς μέχρι τις μέρες μας. Δε
μιλήσαμε για το περίεργο φαινόμενο ενός πολεμικού έργου, όπως
είναι η Ιλιάδα, να υπερασπίζεται την ειρήνη. Πιστεύω πως θα έχουμε χρόνο και χώρο να επανέλθουμε.
Όσο για την Οδύσσεια, που σύγχρονα με την Ιλιάδα μας συγκινεί και μας εντυπωσιάζει, αναφερθήκαμε περιληπτικά στα
προηγούμενα. Σίγουρα κι εδώ θα χρειαστούν συμπληρώσεις. Ο
μεγάλος Όμηρος θίγει με τον έργο του πολλά και πολυσήμαντα
προβλήματα που απασχόλησαν την εποχή του. Και νομίζω όχι
μονάχα την εποχή του. Η διαφορά του από άλλους δημιουργούς
είναι ότι δεν κάνει κήρυγμα . Δε προτείνει λύσεις και δε διδάσκει
«από καθ’ έδρας». Δείχνει τις αδυναμίες και τις πληγές της ανθρώπινης κοινωνίας και μας προτρέπει ν’ αγωνιστούμε για να τις
εξαλείψουμε.
3) Οι κοινωνικές συνθήκες. Μετά την κατάρρευση και την
εξαφάνιση των πρώιμων ανακτορικών πολιτισμών της Κρήτης
(Κνωσός, Φαιστός) και της ηπειρωτικής Ελλάδας (Μυκήνες - Τίρυνθα) γύρω στο 1200-1100 π.Χ. η πολιτισμική στάθμη των χω-ρών που βρέχονται από το Αιγαίο έπεσε χαμηλά. Τα θαυμάσια
εικαστικά και αρχιτεκτονικά έργα των πολιτισμών αυτών και η
διοικητική τους οργάνωση άργησαν πολύ να επανέλθουν. Τραγικότερη απώλεια η γραφή, που παρά την ατέλειά της είχε αρχίσει
να χρησιμοποιείται από το 1600 π.Χ. Αυτή χάθηκε. Λησμονήθηκε.
79
Για τρεις περίπου αιώνες δε φαίνεται να έγινε τίποτε το ξεχωριστό. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε «ελληνικός μεσαίωνας».
Γραφή από το 1200 έως το 900 ή το 850 δε φαίνεται να υπήρχε
στην Ελλάδα. Η φοινικική γραφή που πρώτοι υιοθέτησαν οι Ίωνες διαδόθηκε κατά τον 9ο ή 8ο αιώνα.
Τι συνέβαινε όμως στον ελληνικό κόσμο την εποχή που γράφηκαν τα ομηρικά έπη, στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα; Θα μπορούσαμε να το πούμε με μια λέξη: Αναγέννηση. Η αν το προτιμά-τε, κοσμογονία. Ο πληθυσμός της χώρας είχε αυξηθεί, οι διάφορες πόλεις - κράτη είχαν ισχυροποιηθεί, η αποικιστική κίνηση είχε
κορυφωθεί. Τα παράλια της Μικρασίας και της κάτω Ιταλίας και
Σικελίας είχαν γεμίσει με ελληνικές πόλεις. Είχε αρχίσει η ναυπήγηση μεγάλων πλοίων, η εξόρυξη και η τεχνική επεξεργασία των
μετάλλων, το εμπόριο.
Σε μια τέτοια γόνιμη και ενδιαφέρουσα εποχή έζησε και δημιούργησε ο Όμηρος. Και η δημιουργία του αυτή, με όσες πληγές
και τραύματα της προξένησε ο χρόνος, έφτασε μέχρι τις μέρες
μας, για να μείνει εις τους αιώνες των αιώνων.
Πολύ νωρίς τα έπη αυτά αγαπήθηκαν από τους Έλληνες όπου
γης. Για την αισθητική τους τελειότητα και το υψηλό φρόνημα.
Ειδικά η Ιλιάδα ονομάστηκε από νωρίς «τραγούδι των Ελλήνων».
Η τέτοια ονομασία δόθηκε στο έπος του Ομήρου πρώτα γιατί εξυμνεί και τραγουδά τα κατορθώματα των Ελλήνων στον πόλεμο
της Τροίας και δεύτερο, γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της
φυλής οι Έλληνες εμφανίζονται ενωμένοι σαν ένας λαός, με κοινή
γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινές παραδόσεις και με τη συνείδηση
της κοινής εθνικής καταγωγής.
80