ε το έπος της Ιλιάδας αρχίζει για την Ελλάδα η έντεχνη
Μλογ οτεχνία, που επίσης είναι και η πρώτη μεγάλη ποιητική δημιουργία στην Ευρώπη. Αυτή που έφτασε μέχρις εμάς.
Αναμφίβολα προϋπήρξαν πολλές ακόμη ποιητικές δημιουργίες, μικρές και μεγαλύτερες, αλλά τίποτε από αυτές δε διασώθηκε.
Απλά η Ιλιάδα ήταν η κορύφωση όλων των άλλων ποιητικών δη-μιουργιών που προηγήθηκαν. Στην Ιωνία και αλλού.
Ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Στον κατάλληλο χρόνο και χώρο
γεννήθηκε μια ποιητική μεγαλοφυΐα, ο Όμηρος. Στον κατάλληλο
χώρο, την Ιωνία, που πρώτη υιοθέτησε το φωνητικό φοινικικό
αλφάβητο, γύρω στον ένατο π.Χ. αιώνα. Στον κατάλληλο χρόνο, γύρω στο 800, όταν η γραφή αυτή είχε διαδοθεί και έδινε τη δυνατότητα στους ποιητές να συνθέσουν μεγάλα έργα. Χωρίς τη
φωνητική - δημοτική γραφή δεν μπορούσε να συντεθεί καμιά Ιλιάδα.
Σε σύγκριση με την Οδύσσεια, ο κόσμος της Ιλιάδας είναι πα-λαιότερος, σκληρότερος και πιο πρωτόγονος. Η αίσθηση της τρα-γικότητας και του πόνου, μαζί με μια προσπάθεια του δημιουργού
να αμβλύνει τις ακρότητες, είναι η κινητήρια δύναμη στην αφήγηση του μύθου στην Ιλιάδα.
Η ανάμνηση ενός ειρηνικού κόσμου κάνει ξανά και ξανά την
εμφάνισή του στα κείμενα του Ομήρου, σαν αντιδιαστολή στις
σκηνές πολέμου με τα βάσανα και τις οδύνες που τον συνοδεύουν. Στην Ιλιάδα ο πόλεμος καταλαμβάνει το ταραγμένο προσκήνιο της Τροίας. Η Οδύσσεια κατακλύζεται από την βία και τη μανία της θάλασσας. Και όμως η ειρήνη εξακολουθεί ν’ αντιφεγγίζει
βαθιά μέσα στο νου καθώς τον ξεπροβάλει συχνά - πυκνά η ποίηση.
93
Στην Ιλιάδα υπάρχουν και θέματα διαφορετικού σκοπού και
περιεχομένου. Αυτά μπορούν ν’ ανιχνευτούν εύκολα. Η συνολική
δράση όμως είναι περιορισμένη στο πολεμικό πεδίο. Αποφεύγεται
η πλατιά εξάπλωση πολλών διαφορετικών θεμάτων.
Ο τρωικός πόλεμος και τα επακόλουθά του ήταν σε γενικές
γραμμές γνωστός στους αρχαίους Έλληνες. Αποτελούσαν γνωστή
ενοποιημένη ιστορία με ποικίλες παραλλαγές, σε ποικίλες φυλετικές ομάδες.
Τα ομηρικά έπη είναι δημιουργήματα του 8ου π.Χ. αιώνα και ο
κόσμος που περιγράφουν είναι η Ελλάδα δύο εποχών. Στην Ιλιάδα περιγράφεται ο αντικατοπτρισμός ενός ένδοξου παρελθόντος
(1400 – 1100 π.Χ.) και στην Οδύσσεια η αποκαλούμενη «Ελληνική Αναγέννηση» που άρχισε γύρω στο 850 π.Χ. Στα προηγούμενα χρόνια ο ελληνικός πολιτισμός είχε συρρικνωθεί μετά την κατάρρευση των ανακτορικών πολιτισμών της Κρήτης (Μινωικός ) και της ηπειρωτικής Ελλάδα (Μυκηναϊκός).
Το παρελθόν, βέβαια, δεν μπορεί να επαναληφθεί. Ο Όμηρος
μας βοηθάει το παρελθόν αυτό να μη λησμονηθεί.
Πολλοί κριτικοί παρατήρησαν ότι η ομηρική ποίηση «παραείναι καλή» για να είναι λαϊκή – προφορική. Φυσικά η ποιότητα
μπορεί να κριθεί ποικιλόμορφα, από το ύφος, το επίπεδο ξεχωριστών λέξεων, τη δομή και τη συνοχή της ύλης, τις χρησιμοποιού-μενες εικόνες και παρομοιώσεις και για τη λεπτή αισθητική του
έργου.
Σίγουρα ο Όμηρος ήρθε σ’ επαφή με τη προφορική παράδοση
της εποχής του, αλλά ξεπέρασε τα όριά της. Η καθιέρωση της α-πλής φωνητικής γραφής του έδωσε αυτή τη δυνατότητα. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπρίστολ των Η.Π.Α. και συγγραφέας
Ρόμπερτ Φόουλερ γράφει για την Ιλιάδα: «Η εξαιρετικά εκλεπτυ-σμένη φωνή της Ιλιάδας αψηφά τα δεσμά του χρόνου. Θεωρώ ότι
τούτο το εκπληκτικό αριστούργημα, που δημιουργήθηκε λίγο πο-λύ πριν από 3.000 χρόνια, αυτός ο θεμέλιος λίθος της δυτικής λο-94
γοτεχνίας, είναι με μια λέξη ένα θαύμα, ένα σοβαρό επιχείρημα
υπέρ της θείας παρέμβασης στην ανθρώπινη ιστορία». Το τελευταίο είναι υπερβολή, τρόπος του λέγειν. Και σίγουρα ο θαυμασμός του για την Ιλιάδα δεν είναι αρχαιολατρεία.
Η επιβλητική και θαυμαστή αυτή σύνθεση είναι το μεγαλύτερο
σωζόμενο έπος της αρχαιότητας. Αφηγείται επεισόδια λίγων ημερών από το τέλος σχεδόν του δεκαετούς τρωικού πολέμου. (51
ημέρες, τέσσερις μόνο μέρες μαχών).
Γύρω από το βασικό επεισόδιο της Ιλιάδας, που είναι η φιλονικία Αχιλλέα – Αγαμέμνονα, ξετυλίγονται –χωρίς χρονολογική
σειρά– άπειρες δράσεις και φάσεις από το παρελθόν του πολύ-κροτου πολέμου. Παλιές παραδόσεις, μύθοι και θρύλοι.
Η βασική δομή συσκοτίζεται από παρεμβολές και αποσιωπήσεις. Αυτή η παλινδρομική κίνηση παρόν – παρελθόν και πολλές
φορές νύξεις για το μέλλον (θάνατος Αχιλλέα - πτώση του κάστρου της Τροίας), θα δημιουργούσε (οδηγούσε), σ’ ένα πραγματικό αφηγηματικό χάος. Χωρίς ένα καλά επεξεργασμένο σχέδιο
του ποιητή, χωρίς ποιότητα έκφρασης, χωρίς υψηλό ύφος, χωρίς
καλή γνώση της γλώσσας. Όλα αυτά τα διέθετε ο φωτισμένος
Όμηρος και η αφήγηση από χαώδης έγινε μνημειώδης.
Πολλά λέχτηκαν και γράφτηκαν για την προφορική μετάδοση
από γενιά σε γενιά της Ιλιάδας και της Οδύσσειας μέχρι την καταγραφή τους. Κανείς δεν μας λέει πότε και από ποιόν. Επιχειρη-ματίσαμε αρκετά σε προηγούμενα κεφάλαια για το θέμα αυτό.
Ισχυριστήκαμε μεταξύ άλλων ότι τόσο μεγάλα κι εκτεταμένα κείμενα, με πάνω από χίλια κύρια ονόματα και τοπωνύμια, δεν μπορούν να συγκρατηθούν στη μνήμη.
Λένε πως η επανάληψη είναι βασικό στοιχεία της γνώσης. Ας
τα ξαναπούμε λοιπόν. Έφτασαν ως τον Όμηρο προφορικές και
γραπτές παραδόσεις, μύθοι, τραγούδια, μικρά ή μεγαλύτερα ποιήματα και κάθε είδους αναφορές και πληροφορίες για τα τρωικά. Ο
ποιητικός λόγος είχε διανύσει αρκετό δρόμο.
95
Αοιδοί και ιερατείο γνώριζαν αρκετά ποιητικά κείμενα (ύμνους
για θεούς ή επαίνους για βασιλείς και ήρωες) και τα τραγουδούσαν ή τα απάγγελλαν. Από αυτό τα τεράστιο υλικό πήρε ο ποιητής ότι χρειάζονταν για το έργο του, το προσάρμοσε ή το τροπο-ποίησε σύμφωνα με τις ανάγκες του, έβαλε να δουλέψει και τη
δική του φαντασία και διορατικότητα και … εγένετο το φως.
Η λογοτεχνική σύνθεση και η μεγαλοπρεπής αρχιτεκτονική
των δυο μεγάλων ποιημάτων μαζί με τόσα άλλα προτερήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα αριστουργήματα αυτά είναι έργο
ενός μεγάλου ποιητή. Κι αυτός είναι ο Όμηρος.
Σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο κανένας δεν αμφέβαλε για
την ύπαρξή του. Και έρχονται ύστερα από 2.500 χρόνια ειδικοί
και διανοούμενοι κάθε είδους κι επιπέδου να τον αμφισβητήσουν.
Το φωνάζω δυνατά και πονάει το στέρνο μου: Μα ακόμα είναι
εδώ. Ζωντανός κι αθάνατος εις τους αιώνας των αιώνων.
Όπως βεβαιώνεται και στα δύο έπη, στην εποχή του Ομήρου
υπήρχαν και ποιητές και ακροατήρια, σίγουρα και νωρίτερα. Οι
αοιδοί αποστήθιζαν κατά την προτίμησή τους μικρά ή μεγαλύτερα
αποσπάσματα από έργα που είχαν στη διάθεσή τους και τα απάγγελλαν κατά περίπτωση. Δεν υπήρξαν πολλοί Όμηροι, όπως ισχυρίστηκαν μερικοί (υπονοώντας ότι δεν ήταν ένας το ποιητής) αλ-λά πολλοί αοιδοί, που έπαιρναν περικοπές από τα έτοιμα έπη
Πολλές φορές τα διασκεύαζαν σύμφωνα με τον τόπο του ακροα-τηρίου τους. Φυσικά όχι μονάχα από τον Όμηρο.
Όταν με τον καιρό τα ομηρικά έπη έγιναν γνωστά και αγαπητά
στον ελληνικό κόσμο, οι αοιδοί και οι ραψωδοί τα προτιμούσαν.
Η προτίμηση αυτή στα ομηρικά έπη έγινε αιτία να λησμονηθούν
και να χαθούν πολλές παλιές ποιητικές δημιουργίες, ομόθεμες με
τα τρωικά ή ετερόθεμες.
Ο καθηγητής Ντόναλντ Λάτινερ, χαρακτήρισε την Ιλιάδα σαν
πολύπλοκο και δυσερμήνευτο κολοσσό, που αναφέρεται σε παλαιότερους κανόνες για την τιμή, την ομορφιά και την αλήθεια.
96
Συνιστά στους νέους να δουν με άλλη ματιά το σοβαρό της θέμα, την πολυποίκιλη φύση αυτής της αφήγησης με τον αμίμητο ρυθμό
και τα απαράμιλλα επεισόδια. Με τους χαρακτήρες και τις κοινωνικές και προσωπικές τους αξίες, που είναι σχεδόν ακατανόητες
σήμερα.
Κατά έναν παράξενο λόγο, ο Όμηρος γνωρίζει την τοπογραφία
της τρωικής περιοχής. Όχι μονάχα από τη μορφή του εδάφους, αλλά και από τις συνήθειες των ανέμων και της αεικίνητης θάλασσας. Μας πληροφορεί ότι από την παραλία της Τροίας φαίνεται η κορυφή του πιο ψηλού βουνού της Σαμοθράκης, το Σάος ή
αλλιώς Φεγγάρι.
Ο Όμηρος έζησε στο δεύτερο μισό του 8ου π.Χ. αιώνα. Με την
Ιλιάδα του όμως ανατρέχει στο παρελθόν, κατακλυσμένος από
μια αθεράπευτη νοσταλγία για έναν κόσμο απλό και ηρωικό που
προϋπήρξε. Είναι ο κόσμος της ύστερης εποχής του χαλκού που
συμπίπτει με τα τρωικά (1220 - 1100 π.Χ.). Η Ιλιάδα είναι διαποτισμένη από μια διάθεση αναδρομής.
Η Ιλιάδα κινείται σ’ έναν κόσμο του παρελθόντος τραχύτερο, τραγικό και περισσότερο ηρωικό. Η Οδύσσεια κινούμενη στον
χρόνο του παρόντος σηκώνει το βλέμμα και προς το αύριο. Οι
εποχές αλλάζουν, οι κοινωνικές συνθήκες αλλάζουν και ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να προσαρμοστεί σ’ αυτές. Η Οδύσσεια
βρίσκεται στην καρδιά της εποχής του αποικισμού, όταν το ελληνικό στοιχείο εξαπλώνεται σε όλη σχεδόν την Μεσόγειο. Ο Όμηρος ισορροπεί ανάμεσα σ’ αυτό που χάθηκε και σ’ αυτό του ανα-τέλλει.
Θαρρείς πως η Ιλιάδα ρίχνει μια θλιμμένη ματιά προς τα πίσω
σ’ ένα ένδοξο παρελθόν, προσπαθώντας να το κρατήσει στη μνήμη, προτού η χρόνος εξαφανίσει τα ίχνη του.
Ποιο είναι αυτό το στοιχείο στην Ιλιάδα που κάνει αυτό το σημαντικό έργο να γοητεύει εδώ και 2.500 χρόνια τους ανθρώπους; Γιατί μεταφράστηκε και αποδόθηκε από εκατοντάδες σημαντι-97
κούς λογοτέχνες των σύγχρονων κοινωνιών και πολιτισμών; Διαβάστε τι γράφει ο Αλμπέρτο Μαγκουέλ: «Η δυναμική του έπους
της Ιλιάδας πηγάζει από τη γοητεία που ασκεί το κείμενο στο κοινό του, με τις περιγραφικές σκηνές πολέμου και από τη γλυκιά
απέχθεια που προκαλούν αυτές οι βίαιες σκηνές. Ο Όμηρος έχει
κατανοήσει απολύτως τη σχέση της ανθρώπινης φύσης με τη βία
και τη ροπή προς αυτήν».
Ναι αγαπητέ μου Μάγκουελ. Αυτό όμως είναι ένα μικρό μέρος
της αλήθειας. Η οσμή του αίματος δεν μπορεί παρά να ερεθίζει τα
πρωτόγονα ένστικτα, δεν μπορεί όμως να συγκινεί και να γοητεύει. Ο μεγάλος Όμηρος μιλάει για τη σκληρότητα του πολέμου, για
το ρόλο που παίζουν στη ζωή οι αδυναμίες του ανθρώπου, τι σημαίνει να αγαπάς, να χάνεις, να γερνάς.
Ας διαβάσουμε και λίγες γραμμές από το βιβλίο του Άνταμ
Νίκολσον «Γιατί ο Όμηρος έχει Σημασία» στο οπισθόφυλλο:
«Μιλώντας για πατεράδες και γιούς, για άντρες και για γυναίκες, για την αναγκαιότητα της αγάπης και τη βιαιότητα των πολεμιστών, για την ειρήνη και τον πόλεμο, για τα νιάτα και τα γηρα-τειά, ο Όμηρος είναι η φωνή της Ευρώπης, σκοτεινή σαν τη μαυ-ροδάφνη και λαμπερά ζωντανή όσο ποτέ».
Οι σπουδαιότερες μελέτες για την Ιλιάδα ανήκουν στη γονιμό-τερη εποχή της κλασικής φιλολογίας στη Γερμανία του δέκατου
όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα. Οι μελέτες αυτές, έξω από λίγες εξαιρέσεις, δεν έγιναν ευρύτερα γνωστές στη χώρα μας λόγω
κυρίως του απρόσιτου της γερμανικής γλώσσας, η σπουδή της
οποίας ήταν ανύπαρκτη στα πνευματικά μας ιδρύματα πριν από
100 χρόνια.
Η άγνοια κλασσικών έργων της Γερμανικής Ομηρολογίας, η
οποία έχει κατακτήσει από τον 19 ο αιώνα και εφεξής, θέση περίοπτη στις κλασσικές σπουδές, είναι οδυνηρά αισθητή και στον
αγγλόφωνο ακόμη κόσμο Η Αγγλοσαξονική έρευνα για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία άρχισε να αναπτύσσεται τα τελευταία
98
χρόνια στα μεγάλα πανεπιστήμια και τα κολέγια των Η.Π.Α., του
Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας.
Μέχρι την ανακάλυψη των ερειπίων της Τροίας στο λόφο Χισαρλίκ στη Μικρασιατική ακτή του βόρειου Αιγαίου από τον Ερρίκο Σλήμαν (1886) και της ανασκαφές στις Μυκήνες, Τίρυνθα
και Πύλο, ελάχιστοι πίστευαν ότι η Ιλιάδα έχει οποιαδήποτε σχέση με την ιστορία. Όλοι πίστευαν ότι πρόκειται για μια ποιητική
φαντασίωση, ότι ο κόσμος που περιγράφει δεν υπήρξε ποτέ.
Φυσικά ο Όμηρος δε γράφει ιστορία, όσο και αν τον γοητεύουν
οι αντικαθρεπτισμοί ενός ένδοξου παρελθόντος. Δεν μπορούμε
όμως να παραβλέψουμε πως ιστορικά στοιχεία υπάρχουν εν δυνάμει στις λεπτομέρειες και τις αλληγορίες του κειμένου. Δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι και σ’ ένα μύθο ή θρύλο μπορούν ν’ ανα-καλυφθούν τέτοια στοιχεία, όπως είναι η κοινωνική δομή, τα έθιμα και οι δοξασίες, οι λατρείες, τα όπλα, τα εργαλεία κλπ.
Με την Ιλιάδα του ο Όμηρος υμνεί τα κατορθώματα των Αχαιών στον πόλεμο της Τροίας. Αυτό φαίνεται φυσιολογικό και
αυτονόητο, Σε ποιο λαό εξάλλου η ανδρεία δεν θεωρείται ύψιστη
αρετή;
Η πρωτοτυπία όμως του μεγάλου δημιουργού, η θαρραλέα και
ρεαλιστική προσέγγιση του πολέμου, βρίσκεται σ’ ένα ξεχωριστό
γεγονός: Τοποθετεί τον εαυτό του πάνω από τις αρετές τη φυλής
του. Βλέπει με συμπάθεια και συμπόνια και τη θέση των αντιπά-λων. Και αυτοί είναι ανδρείοι και αυτοί έχουν αρετές, είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους. Αυτή η ανθρώπινη προσέγγιση
γίνεται πρώτη φορά.
Ο Όμηρος δε χρησιμοποιεί ρητορική. Δεν μιλάει με έννοιες
όπως οι φιλόσοφοι, αλλά με γεγονότα. Ωμά, ρεαλιστικά, σαν το
αίμα που αχνίζει. Βρισκόμαστε στο τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά το 1200 π.Χ. Η όποια αγριότητα ή βαρβαρότητα στη
συμπεριφορά των ηρώων πρέπει να γίνει κατανοητή.
99
Ζούμε μέσα στην κόλαση ενός διαρκούς πολέμου. Μετά από
τρεις χιλιάδες χρόνια η συμπεριφορά των εμπολέμων είναι λιγότερο βάρβαρη; Σκεφτείτε τους δύο παγκόσμιους πολέμους με τα
εκατομμύρια των νεκρών και εκατοντάδες εκατοντάδων μικρότε-ρους πολέμους. Κατακτητικούς, απελευθερωτικούς, φυλετικούς, αποικιακούς, θρησκευτικούς, οικονομικούς κλπ.
Στον πρώτο τόμο της «Ιστορίας του Πολιτισμού», που εξέδωσε
το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στις σελ. 175-176 διαβάζουμε:
«Σ’ όλο το σκοτεινό αιώνα διαμορφώνονταν η ελληνική γλώσσα
και σ’ αυτό βοήθησε το γεγονός, πως οι Έλληνες έμαθαν το φοινικικό αλφάβητο. Τον ένατο π.Χ. αιώνα εμφανίζεται ξαφνικά ο
μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής, ο Όμηρος. Αλλά ο Όμηρος δεν
ήταν μόνο μια αρχή, ήταν κι ένα τέλος.
Ξεχασμένοι Αχαιοί βάρδοι είχαν τραγουδήσει «άσματα ηρωικά», που τα επεξεργάστηκαν περιπλανώμενοι αοιδοί. Ο Όμηρος
λοιπόν, ένας Έλληνας από την Ιωνία, με το υλικό αυτό και την
μεγαλοφυΐα του, έφτιαξε δύο μεγάλα ποιήματα με θέματα την πολιορκία της Τροίας και το γυρισμό του Οδυσσέα στην πατρίδα
του. «Οι διάφορες θεωρίες, που τόσον καιρό ήθελαν την Ιλιάδα
φτιαγμένη από κουρέλια και μπαλώματα ξεπεράστηκαν πια και
μπορούμε πάλι να δεχτούμε, πως ένα μεγάλο αθάνατο ποίημα γεννιέται από ένα μεγάλο ποιητή».
Ο Όμηρος τραγούδησε μια περασμένη στον καιρό του εποχή
και φυσικά το έργο του είναι επηρεασμένο από την εποχή που
ζούσε ο ίδιος. Οι πιο συγκινητικές στιγμές, όπως ο χωρισμός το
Έκτορα από την Ανδρομάχη και η εξαγορά του νεκρού Έκτορα
από τον Πρίαμο, καθώς και πολλά υπέροχα αποσπάσματα και παρομοιώσεις είναι όλα δικά επινοήματα. Αυτός τελειοποίησε τον
πιο ευγενικό ποιητικό ρυθμό που γνώρισε η ανθρωπότητα, τον
τέλειο, μακρύ, ελληνικό εξάμετρο, που κυλάει τόσο αβίαστα.
Σε ανώτερο επίπεδο στέκουν τα διανοήματά του και μας δίνο-νται υψηλά παραδείγματα συμπεριφοράς στα ποιήματά του, που
100
φωτίζονται απ’ την ακτινοβολία ενός νεκρού πολιτισμού, που μας
περιγράφεται περισσότερο εξευγενισμένος, γιατί ο καιρός είχε
εξαφανίσει τις βαρβαρότητές του, μα ίσως όχι ολότελα.
Το έπος, που εφευρέθηκε από την ανάγκη να διατηρηθούν στη
μνήμη ηρωικά κατορθώματα, καταλαμβάνει κι ένα τρίτο χώρο.
Λίγο πριν από την ιστορία. Είναι η επιθυμία να σμίξει το παρόν
με το παρελθόν, αλλά σε μια προέκταση του δρόμου προς το μέλλον.
Στα δυόμιση χιλιάδες χρόνια της ζωής των πολύπαθων ομηρικών κειμένων έγιναν αναλύσεις επί αναλύσεων. Του διηγηματι-κού και γλωσσικού υλικού, των κοινωνικών και ιστορικών στοι-χειών τους. Έγινε προσπάθεια διαχωρισμού της υλικής και ηθικής
πραγματικότητας της εποχής που περιγράφουν. Από το αρχέγονο
γοητευτικό παραμύθι, μέχρι την τεχνική και αρχιτεκτονική σύλληψη και σχεδίαση του ιδιοφυούς συνθέτη τους.
Γιατί αμφιβάλετε Ιουδαίοι; Ο Όμηρος είναι πανταχού παρόν, πίσω από κάθε ήρωα, πίσω από κάθε μεγαλειώδη παρομοίωση, πίσω από κάθε στίχο της Ιλιάδας.
Αλλά ας σιγήσουν τα λιανοτούφεκα. Ν’ ακούσουμε τι λένε για
τον Όμηρο μερικά βαριά ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Έγραψαν για τον Αλεξάντερ Πόουπ, που έκανε μια καταπληκτική μετάφραση της Ιλιάδας: «Το μέλημά του δεν ήταν ούτε η
κυριολεκτική πιστότητα, ούτε η αρχαιολογική αλήθεια, αλλά μια
γενναία προσπάθεια να – επινοήσει εκ νέου – αυτά που ο μεγαλύτερος ποιητής είχε επινοήσει για πρώτη φορά. Να πετύχει κάτι
κοντά στην τελειότητα μέσω μιας καθιερωμένης λογοτεχνικής
ορθότητας». Φυσικά ο Πόουπ δεν πίστευε, πως τον Όμηρος τον
ενέπνευσε η Μούσα αλλά το δικό του δημιουργικό πνεύμα και
«ότι ο Όμηρος πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επινόηση από οποιοδήποτε συγγραφέα».
Ο Μοντέν έδωσε την πρωτοκαθεδρία στον Όμηρο λόγω της
ανυπολόγιστης δύναμης της επινόησής του. «Τίποτε δεν υπάρχει
101
τόσο πολύ στα χείλη των ανθρώπων», έγραψε ο Μοντέν, «όσο το
όνομά του και το έργο του. Τίποτα δεν είναι τόσο γνωστό ή αποδεκτό όσο η Τροία, η Ελένη και οι πόλεμοί του – που μπορεί να
μην έγιναν ποτέ σε πραγματικό έδαφος. Δίνουμε ακόμη στα παιδιά μας ονόματα τα οποία δημιούργησε ο Όμηρος πριν από τρεις
χιλιάδες χρόνια, ποιος δεν ξέρει τον Έκτορα ή τον Αχιλλέα».
Πολύ κολακευτικά σχόλια για τον Όμηρο έγραψε κι ο συγγραφέας Αλμπέρτο Μάγκουελ «Μόνο ο Όμηρος από όλους τους αοιδούς αναδείχθηκε στη λαϊκή φαντασία ως κάποιος, ο οποίος τελειοποίησε την τέχνη του σε τέτοιο βαθμό, που τα έπη του έγιναν
το άριστο μέτρο, το ποίο δεν θα ξεπερνιόταν ποτέ».
Τον 6ο π.Χ. αιώνα ο Όμηρος είχε γίνει όχι μόνο ο μεγαλύτερος
ποιητής, αλλά επίσης ο δάσκαλος του οποίου η άποψη διαμόρφω-νε ολόκληρη την αντίληψη των Ελλήνων για τον κόσμο, τόσο των
θνητών όσο και των θεών … Σ’ αυτό τον αβέβαιο κόσμο, όπως
καθιστούσε σαφές ο Όμηρος, οι άνθρωποι έπρεπε να στηρίζονται
στα δικά τους μέσα και στη δική τους ευφυΐα και όχι στην ανα-ξιόπιστη συμπεριφορά των θεών.
Ο Ντράγκαν Μακ Ντόναλντ πίστευε πως ο Όμηρος στην Ιλιάδα δεν περιγράφει την κατάσταση της εποχής που βίωνε. Λει-τουργούσε, ισχυρίζεται, με ακρίβεια συντηρητή, αντιστεκόμενος
στις αλλαγές που επέβαλε το πέρασμα του χρόνου, διαφυλάσσοντας λεπτομερώς την αρχαιότητα. Για τον Όμηρο οι ιστορίες ήταν
ιερά κειμήλια, μέσα στα οποία μπορούσε να διαφυλαχτεί πολύτιμη σοφία και ανεκτίμητες αντιλήψεις και αυτό παρά τη μεταβλη-τότητα του κόσμου και του χρόνου.
Ένα ποίημα, η Ιλιάδα, αποτύπωνε τη μνήμη. Μια καταλυτική
δημιουργία που αψηφούσε τον θάνατο.
Στον Όμηρο αυτή η αντίληψη του ρόλου της ποίησης εστιάζε-ται σε μια συγκεκριμένη φράση: «Κλέος άφθιτον». Κλέος στον
Όμηρο σημαίνει ιστορία, φήμη, τιμή δόξα. Άφθιτον σημαίνει δίχως φθορά, δίχως θάνατο, αιώνιο, παντοτινό. Ανατρέχοντας στην
102
Ιλιάδα είναι σαν να ρίχνουμε μια νοσταλγική ματιά προς τα πίσω, σ’ ένα ένδοξο παρελθόν το οποίο έχει χαθεί. Ο ποιητής προσπαθεί
να σώσει αυτές τις παλιές ιστορίες, να διατηρήσει τα ονόματα και
τις λέξεις του παρελθόντος. Η Ιλιάδα είναι η κληρονομημένη παράδοση στις πολλαπλές μορφές της, ζωντανή και μνημειώδης.
Θέλοντας να υποβαθμίσουν την αξία της Ιλιάδας, πολλοί κριτικοί και διανοούμενοι επισημαίνουν το γεγονός ότι αυτή μιλάει
για πόλεμο, περιγράφοντας σκηνές βίας και αγριότητας. Μα ο πόλεμος συνυπάρχει με την ιστορία της ανθρωπότητας. Να προ-σποιηθούμε ότι δεν υπάρχει; Από την αταξική ακόμα κοινωνία
όλη η ιστορία της ανθρωπότητας αποτελείται από μια ατελείωτη
σειρά πολέμων. Από την αρχαϊκή εποχή μέχρι σήμερα. Πόλεμοι
φυλετικοί, εδαφικοί, θρησκευτικοί, ιδεολογικοί κλπ. Δεν ανακάλυψε τον πόλεμο ο Όμηρος. Είναι η κατάρα που δώσανε οι θεοί
στον άνθρωπο.
Όταν οι διοικητές στην Ιλιάδα ορίζουν στους άνδρες τους θέσεις μάχης, έχουν στο νου τους τέσσερα πράγματα.: Τάξη, ανδρεία, τιμή αυτοθυσία,. Ό Όμηρος συνδυάζει το ηρωικό με την
ευθύτητα, το θάρρος με την περιπετειώδη. διάθεση, την αμετακίνητη πίστη με τη δική του αλήθεια. Για τους Έλληνες τα ομηρικά
έπη ήταν η προσωποποίηση του ηρωικού κόσμου.
Πολλοί θεωρούν ότι ο Όμηρος εκπροσωπεί έναν πολιτισμό που
καθορίζει το μέλλον με όχημα την ποίηση, τα βαθύτερα σημεία
της οποίας δεν είναι εντολές προσβάσιμα. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η ποίηση δεν αποτελεί ένα εύπεπτο και ευχάριστο ανάγνωσμα για να περνάει η ώρα. Είναι κάτι παραπάνω. Αυτή εκφράζει την κοινωνική συνείδηση. Κάθε εποχής. Πίσω από την
αστραφτερή περιγραφή των δράσεων και των αντιδράσεων, πίσω
από τον εύηχο κυματισμό των στίχων και της άψογης αφήγησης
του Ομήρου, κρύβεται η καταλυτική παρουσία της δυστυχίας, Σχεδόν δέκα χρόνια πολέμου, νίκες και ήττες. Αίμα και θάνατος, κραυγές θριάμβου, αλλά και οδυρμοί και θρήνοι.
103
Στην περίπτωση της Ιλιάδας ο Όμηρος είχε ν’ αντιμετωπίσει
δύο πολύ σοβαρά προβλήματα. Γεωγραφικά και χρονικά. Γεωγραφικά γιατί όλη η δράση του έπους εκτυλίσσεται σ’ ένα μικρό
χώρο της Τρωάδας, ανάμεσα στη θάλασσα και το κάστρο της
Τροίας. Χρονικά, επίσης, είναι υποχρεωμένος να συμπυκνώσει τα
επεισόδια του μύθου στη διάρκεια 51 ημερών και σε μάχες μόνο
τεσσάρων ημερών.
Το να παραμένει και να πολεμάει επί δέκα χρόνια σε μια παραλία του Αιγαίου ένας τόσο μεγάλος στρατός για την κατάληψη
ενός κάστρου, είναι βέβαια ιστορικός παραλογισμός. Η Ιλιάδα
όμως είναι μια ποιητική δημιουργία και όχι πολεμικό χρονικό.
Πώς συμβαίνει τώρα μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες να γεννιέται
ένα έργο που ξεπερνάει το σύνολο της εποχής του, με νοήματα
και μηνύματα που μας αγγίζουν και σήμερα; Χρειάζεται φαντασία, ευφυΐα και ταλέντο. Κι αυτά τα διέθετε ο Όμηρος.
Αυτό το μεγάλο πολεμικό έπος, η Ιλιάδα, δεν είναι εθνικιστικό, όπως θα νόμιζε κανείς. Η αγριότητα και οι συμφορές του πολυδά-κρυτου πολέμου είναι παραδείγματα προς αποφυγή. Η αγάπη για
το «κλέος» δεν είναι μονάχα είδος των Αχαιών. Σε όλες τις εποχές, σε όλες τις φυλές και σε όλους τους πολέμους οι τολμηροί
άνδρες επιζητούσαν αυτό το «κλέος».
Δεδομένης της ιταμής καταπάτησης της φιλοξενίας τους με την
απαγωγή της Ελένης, οι Αχαιοί πίστευαν ότι στον πόλεμο αυτό
έχουν το δίκαιο με το μέρος τους. Οι προτροπές του Αγαμέμνονα
και των άλλων αρχηγών για εκδίκηση δίχως έλεος, χαρακτηρί-στηκαν από πολλούς σαν υπερβολικές. Όσο υπερβολικές και αν
είναι έμοιαζαν με τις προτροπές όλων των αρχηγών σε όλους τους
πολέμους. Κανείς στις αιματηρές μάχες δεν προσφέρει λουλούδια
στον αντίπαλο.
Ο Ντόναλντ Λάτινερ, καθηγητής ανθρωπιστικών σπουδών και
κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Οχάιο, είναι ένας από
τους σπουδαιότερους μελετητές του Ομήρου. Σε μια εισαγωγική
104
του μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, κάνει την εξής ρητορική ερώτηση: «Μπορεί άραγε το αρχαιότερο κείμενο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (Ιλιάδα) να είναι και το σπουδαιότερο μέχρι σήμερα; Ένα έπος που ολοκληρώθηκε προτού η μελάνι και η γραφί-δα εισαχθούν σε μια απολίτιστη ευρωπαϊκή ήπειρο;». Ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί, με τη συνέχεια του κειμένου του, ότι αυτό
συμβαίνει.
Γράφει, πως αυτό συνέβη μετά τη βίαιη κατάρρευση του πολιτισμού της εποχής του Χαλκού και των ένδοξων ακροπόλεων, που τρόπον τινά εξυμνείται από το ποίημα. Αυτή η αφήγηση και
στοχασμός συνάμα, για τον θάνατο, την απώλεια και την ατομική
αποφασιστικότητα έγινε και παραμένει θεμελιώδης για την λογοτεχνία της Μεσογείου, της Ευρώπης και της άλλης πλευράς του
Ατλαντικού.
Όλοι μας, νέοι στα μαθητικά θρανία, διαβάσαμε και ακούσαμε
τις θρυλούμενες ιστορίες του Ομήρου. Πρόχειρα, ελαφρά, σαν να
ακούγαμε ένα μακρόσυρτο παραμύθι που μιλούσε για πόλεμο, για
ηρωισμούς, για περιπέτειες στη θάλασσα κλπ. Όμως σίγουρα αυτός δεν είναι ο Όμηρος.
Σε τούτη την ηλεκτρονική τρίτη χιλιετία, λέει ο Λάτιμερ, όπου
πολλοί ξεχνούν τους παλαιότερους κανόνες για την τιμή, την ομορφιά και την αλήθεια, υπάρχουν προσεκτικοί αναγνώστες που
αντιμετωπίζουν με αγωνία τον πολύπλοκο, δυσερμήνευτο κολοσσό της Ιλιάδας. Παρακαλεί όσους ξαναδιαβάσουν τον Όμηρο να
δουν με άλλη ματιά τον φοβερό του θέμα.
Ο Τζόρτζ Στρέινερ, καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας στο
πανεπιστήμιο της Γενεύης, υποστηρίζει ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια που έχουμε στη διάθεσή μας προέρχεται από ένα είδος «μετάφρασης». Ο όρος αυτός σημαίνει επίσης «μεταφορά», «μετατροπή» ή «μεταμόρφωση». Πίσω από την Ιλιάδα υπάρχει πιθανώς
μια αρχαϊκή προφορική παράδοση. Η μεταφορά στον γραπτό λό-105
γο συνεπάγεται ένα είδος «μετατροπής». Άλλος είναι ο κόσμος
των αρχαίων αυτών ιστοριών και άλλος ο κόσμος του συγγραφέα.
Οι παλιές παραδόσεις για τα τρωικά κυκλοφορούσαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε χίλιες δύο παραλλαγές και σε πάμπολλες
διαλέκτους. Είναι προφανές ότι ήταν απαραίτητη μια διαδικασία
γλωσσικής προσαρμογής κι ενός ενοποιημένου κειμένου. Τη δουλειά αυτή την έκανε ένας ιδιοφυής ποιητής και αυτός ήταν ο Όμηρος.
Ένας πολύχρονος πόλεμος ανάμεσα σε ανθρώπους που τους
χωρίζει η θάλασσα, μοιάζει περίεργο ή και αλλόκοτο θέμα για να
γραφεί ένα ποίημα. Είναι θαύμα η σύνθεση αυτού του έπους που
μπόρεσε να εντυπωσιάσει και να εκπλήξει τον Σωκράτη και εμάς.
Όλη η φρίκη του πολέμου με τις ασύλληπτες τραγωδίες και τους
ατελείωτους σκοτωμούς –240 επώνυμοι νεκροί στο πεδίο της μάχης και πάρα πολλοί άλλοι που έπεσαν ανώνυμα– αποτελούν το
στημόνι πάνω στο οποίο ο Όμηρος υφαίνει την πλοκή του έργου
του.
Η πρωτοτυπία στην αφήγησή του είναι το γεγονός ότι η ιστορία του κινείται σε δύο παράλληλους κόσμους. Δίπλα στις άγριες
σκηνές του πολέμου, τους σκοτωμούς και τα δάκρυα, πάντα υπάρχει μια εικόνα της καθημερινής ειρηνικής ζωής με μια παρομοίωση, ανάμνηση ή διήγηση.
Ο Όμηρος έχει σκοπό με την Ιλιάδα του να παρουσιάσει έναν
κόσμο που γι’ αυτόν είναι γοητευτικός, αλλά δυστυχώς ένας κόσμος του μακρινού παρελθόντος. Είναι ο κόσμος της ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Απέχει
από τον κόσμο που έζησε ο ίδιος (750 π.Χ.) τετρακόσια και πλέον
χρόνια. Αυτόν τον κόσμο θέλησε ν’ αναστήσει με την Ιλιάδα.
Φυσικά ήταν αναπόφευκτο να μην υπάρξουν και στοιχεία ζωής
της εποχής του. Και είναι γεγονός πως όλες οι αξίες - υλικές, πνευματικές κοινωνικές και ηθικές υπάρχουν εν δυνάμει στο έργο
106
του. Ο Όμηρος δεν είναι φιλόσοφος. Εκθέτει τα γεγονότα επί του
πεδίου. Εμείς θα βγάλουμε τα συμπεράσματα.
Κατηγορήθηκε ότι έκανε πρωταγωνιστή τον Αχιλλέα, έναν
σκληρό και αδίστακτο πολεμιστή που ιδανικό του ήταν το «κλέος», η δόξα και η υστεροφημία. Και πως αυτό στον αρχαίο ελληνικό κόσμο έδινε την αίσθηση της προσωπολατρείας.
Ας είμαστε σοβαροί. Όλοι οι λαοί και όλες οι φυλές όπου γης
έχουν σαν πρότυπα γενναίους αρχηγούς και πολεμιστές. Πάρτε
σαν παράδειγμα τους πολέμαρχους της Εβραϊκής Βίβλου σαν τον
Σαμψών.
Η υποδειγματική ευρυθμία στη σύνθεσή, η ιδιοφυΐα και το
ποιητικό ένστικτο, προφύλαξαν τον Όμηρο από τη συγγραφή ενός
πληκτικού χρονικού των γεγονότων.
107