τα τόσα και τόσα λογοτεχνικά βιβλία που έχω διαβάσει
Σδε ν θυμάμαι κανένα ήρωα ή πρωταγωνιστή να έχει πάει
στον άλλο κόσμο και να έχει γυρίσει. Και μάλιστα να αφηγείται
όσα είδε και άκουσε. Αν υπάρχει κανείς, σίγουρα θα είναι μεταγενέστερος του Οδυσσέα. Αξίζει νομίζω να θυμηθούμε το φανταστικό αυτό ταξίδι στον Κάτω Κόσμο σε ελεύθερη απόδοση από
τον συγγραφέα Άνταμ Νίκολσον, σε μετάφραση του Χρήστου
Καψάλη.
Περιγράφοντας το ταξίδι αυτό ο Όμηρος δίνει πολλά μηνύματα
και μαθήματα. Και για τους σύγχρονούς του και για τις γενιές που
ακολουθούν. Και προ παντός τονίζει την αξία της ζωής, το μεγαλύτερο θαύμα του σύμπαντος.
«Όταν πρωτοδιάβασα την Οδύσσεια, καμία στιγμή δεν ήταν
περισσότερο επιβλητική για μένα από την επίσκεψη του Οδυσσέα
στον Κάτω Κόσμο. Τα εσωτερικά και εξωτερικά τοπία ήταν στε-νότερα συγκερασμένα σε σχέση με οτιδήποτε άλλο είχα διαβάσει
στη ζωή μου. Το πλήρωμα του σπουδαίου Οδυσσέα, αποτελούμε-νο από ναύτες ταλαιπωρημένους από τον χρόνο και τις θάλασσες, βρισκόταν προηγουμένως στο νησί της Κίρκης, όμως τώρα κρυώ-νουν και φοβούνται, καθώς στέκουν στα όρια του κόσμου. Η ακτή του Άδη είναι έρημη, σπαρμένη με ψηλές λεύκες και ιτιές.
Πλήθη νεκρών ξεπροβάλλουν για να σταθούν μπροστά στο
πλήρωμα. Τα φαντάσματα, οι ψυχές, σέρνουν τα βήματά τους
προς το μέρος τους∙ τα άκρα τους είναι «αδύναμα». Όλες οι εκδο-χές του θανάτου κάνουν την εμφάνισή τους, οι ηλικιωμένοι που
ταλαιπωρήθηκαν πρώτα πολύ, κοπέλες με τρυφερές καρδιές, νύ-φες και άγαμοι νέοι, καθώς και «οι μεγάλες στρατιές των νεκρών
της μάχης καρφωμένοι από δόρατα χαλκά, πολεμιστές τυλιγμένοι
139
ακόμη στις πανοπλίες τους». Δεν μπορούν να μιλήσουν. Δε διαθέτουν τους χυμούς της ζωής που θα τους επέτρεπαν να μιλήσουν.
Για τους νεκρούς δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά ο Άδης. Εδώ
δεν είναι κάποιος τόπος τιμωρίας, αλλά πολύ απλά το μέρος όπου
καταλήγουν όλοι οι άνθρωποι, οσοδήποτε καλοί και άγιοι υπήρξαν, εδώ έρχονται, υποχρεωτικά. Κόλαση είναι η απουσία της
ζωής, η απομάκρυνση από τον κόσμο της αγάπης και της ζεστα-σιάς, που είναι η καθοριστική δόξα της ζωής πάνω στη γη. Κόλαση είναι ο οίκος της απώλειας.
Η μια μετά την άλλη, οι ψυχές πλησιάζουν, ο φίλος του ο Ελ-πήνορας∙ ο Τειρεσίας∙ η μητέρα του. Ο Οδυσσέας λαχταρά να
τους αγκαλιάσει όλους, όπως κάνει να τους αγγίξει, εκείνοι ξεγλι-στρούν ανάμεσα από τα δάχτυλά του, σκορπίζουν σαν σκιές, χά-νονται σαν όνειρα. Αέρας άπιαστος είναι μέσα στα χέρια του. Οι
ψυχές είναι πολύ απλά άνθρωποι από τους οποίους οι ιδιότητες
που καθορίζουν την ύπαρξη, την υλική τους παρουσία στον κόσμο, έχουν αφαιρεθεί.
Καθώς στέκεται εκεί ο Οδυσσέας, με τα δάκρυα να κυλούν στα
μάγουλά του, βλέπει το φάντασμα του Αχιλλέα να έρχεται προς
το μέρος του, του σπουδαιότερου όλων των πολεμιστών στην
Τροία. Ο θρήνος αποτυπώνεται στο πρόσωπό του, οπότε ο Οδυσσέας επιχειρεί να τον παρηγορήσει. Ο Αχιλλέας απαντά ψυχρά
και παθιασμένα: «Ας τα Οδυσσέα τρανέ, κι ο θάνατος δεν παίρνει
παρηγοριά!». Καθώς μιλά ο νεκρός Αχιλλέας, ο κόσμος της αφεγ-γιάς απευθύνεται στον κόσμο του φωτός, της λάμψης, στον λαμπερό κόσμο από όπου έρχεται ο Οδυσσέας και από τον οποίο ο
Αχιλλέας είναι οριστικά αποκλεισμένος.
Πρόκειται για μια από τις πλέον καθοριστικές στιγμές στα ομηρικά έπη, καθώς ο νεκρός ήρωας της Ιλιάδας απευθύνεται στον
ζωντανό ήρωα της Οδύσσειας, η επιτομή του υπέρτατου και ασύ-γκριτου ηρωισμού, που έχει έρθει ήδη αντιμέτωπος με τη μοίρα
του, μιλά από το επέκεινα με τον ζωντανό, κατεργάρη πολύτροπο
140
Οδυσσέα, η ζωή και μοίρα του οποίου έχουν ακόμη κάποια λαμπερή διαδρομή να διανύσουν. Ο θάνατος απευθύνεται στη ζωή, και τη ζηλεύει.
Ο Αχιλλέας είναι αυτός που εκφέρει τη σπουδαία, κεντρική
τοποθέτηση των ποιημάτων. «Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα
ξωμάχος, ρογιασμένος σε αφέντη που ’χασε τον κλήρο του κι είναι το βιος του λίγο, παρά ολονών εδώ των άψυχων νεκρών ο ρή-γας να ’μια».
Η καθαρότητα του θανάτου δεν ασκεί την παραμικρή γοητεία
στους Ομηρικούς Έλληνες. Ο κόσμος τους είναι ένας κόσμος όπου η απτή, υλική και κοινή πραγματικότητα, η πραγματικότητα
της καρδιάς, είναι η μόνη που αξίζει να βιώνει ο άνθρωπος.
Αποδεικνύοντας ο Όμηρος τις ικανότητές του ως δραματουρ-γού και τοπογράφου συναισθημάτων, βάζει τον Αχιλλέα να απευ-θυνθεί ξανά στον Οδυσσέα, καθώς οι δυο τους παραμένουν δα-κρυσμένοι, θέτοντάς του το ερώτημα που καίει στην καρδιά κάθε
ψυχής στην κόλαση: «Μα πες μου τώρα την ιστορία», λέει ο Αχιλλέας. Αναφέρεται στον γιό του τον Νεοπτόλεμο, που το όνομά
του σημαίνει Νέος Πόλεμος. Είχε ακολουθήσει άραγε τους Έλληνες στους πολέμους; Είχε πολεμήσει έτσι όπως θα περίμενε κανείς
να πολεμήσει ο γιος του Αχιλλέα; Ήταν ένας νέος για τον οποίο
θα μπορούσε να είναι περήφανος ο άντρας που τον γέννησε; Ο Οδυσσέας κατακλυσμένος από την αγάπη και τον οίκτο για
τον νεκρό ήρωα, του λέει όλα όσα γνωρίζει για την ομορφιά και
το σθένος του Νεοπτόλεμου, την ψυχραιμία που επέδειξε ενώ περίμενε μαζί με τον Οδυσσέα μέσα στην κοιλιά του Δούρειου Ίππου, το ακλόνητο θάρρος του και, ίσως το σημαντικότερο, ότι ο
νεαρός έκλεισε τον πόλεμο σώος, και μάλιστα αβλαβής, χωρίς να
χτυπηθεί ποτέ από δόρυ ή ξίφος, ενώ άνοιξε πανιά για την πατρίδα, έχοντας πάρει μερίδιο από τα λάφυρα και «έπαθλο ευγενικό».
Ο Αχιλλέας δεν μπορεί να πει το παραμικρό, σε απάντηση όσων του μεταφέρει ο Οδυσσέας. Είναι αφόρητη η ένταση για ο-141
ποιονδήποτε πατέρα, ακόμη και για τον σπουδαιότερο των ηρώων. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να απομακρυνθεί διασχίζοντας εκείνη τη επιβλητική, μονόχρωμη κόλαση. Ο Αχιλλέας
κατέχει τον γιο στη μνήμη του και ταυτόχρονα γνωρίζει πως δε θα
μπορέσει να τον κάνει ποτέ ξανά δικό του. Ο Νεοπτόλεμος δεν
βρίσκεται εδώ και ο Αχιλλέας δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά αλλού. Εδώ, καθορισμένη από τον θάνατο, αποτυπώνεται η κεντρική οδύνη της εμπειρίας αυτής. Ο Οδυσσέας αφηγείται στο ακροα-τήριό του τι έκανε στη συνέχεια ο Αχιλλέας:
«Έτσι μιλούσα του γοργόποδου τότε η ψυχή Αχιλλέα
με δρασκελιές μεγάλες κίνησε στο ασφοδελό λιβάδι
χαρούμενη να φεύγει, ως άκουσε για την αντρεία του γιου του».
142