ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ by ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΓΛΟΥ - HTML preview

PLEASE NOTE: This is an HTML preview only and some elements such as links or page numbers may be incorrect.
Download the book in PDF, ePub, Kindle for a complete version.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

ελληνική και η ευρωπαϊκή λογοτεχνία αρχίζει από τον

ΗΌμ ηρο. Την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Πριν από αυτόν

δεν σώθηκε κανενός είδους λογοτεχνικό (ή άλλο) κείμενο. Αυτό

δεν σημαίνει ότι δεν προϋπήρξε. Απλά δεν διασώθηκε για ποικίλους πιθανούς λόγους, όπως ακατάλληλο γραφικό υλικό, δυσκολία παραγωγής αντιγράφων, πόλεμοι, μετακινήσεις πληθυσμών, ποιότητα και αξία των κειμένων ή αλλαγή στις προτιμήσεις του

κοινού.

Είναι φανερό, πως η διάσωση των Ομηρικών κειμένων οφείλεται, κυρίως, στην καθολική αναγνώριση της μοναδικής τους αξίας

στον κόσμο της εποχής, όταν αυτά άρχισαν να διαδίδονται σταδιακά στον ελληνισμό της Μεσογείου.

Η αναγνώριση αυτή έγινε αιτία να γίνουν περιζήτητα τα αντίγραφα των κειμένων από επαγγελματίες γραμματικούς, φυσικά

επί αμοιβή. Άρχοντες, σοφοί, ποιητές, φιλόσοφοι, αοιδοί και κάθε

είδους καλλιεργημένοι άνθρωποι ήθελαν να έχουν ένα αντίγραφο.

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι υπήρξαν και άλλοι λόγοι που κράτησαν ζωντανά τα αριστουργηματικά αυτά ποιήματα. Να θυμίσουμε τον τύραννο της Αθήνας Πεισίστρατο (και τον γιο του Ιππία) που τον 6ο αιώνα π.Χ. για λόγους πολιτικούς, επέβαλε τα δύο

έπη να απαγγέλλονται δημόσια στα Παναθήναια, που γιορτάζο-νταν κάθε τέσσερα χρόνια.

Νωρίτερα είχε φροντίσει να κωδικοποιήσει τα σκόρπια κείμενα που είχαν αλλοιωθεί με το πέρασμα των χρόνων από διάφορους αοιδούς ή αντιγραφείς, Για το σκοπό αυτό φρόντισε να μα-ζέψει εβδομήντα σοφούς υπό τον Ονομάκριτο που δούλεψαν καιρό για την αποκατάσταση των κειμένων.

192

Είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας ελληνικής

λογοτεχνίας εξαφανίστηκε στο πέρασμα των αιώνων. Ακόμα και

κατά τη διάρκεια της ίδιας της αρχαιότητας ή των μέσων χρόνων.

Ένα μικρό μέρος αυτού του θησαυρού επανεμφανίστηκε τα τελευταία εκατό χρόνια κατά τη διάρκεια ανασκαφών από παπυρικά

ή άλλα ευρήματα. Μεταξύ αυτών έργα του Μένανδρου, του Βακ-χυλίδη, του Καλλιμάχου και η «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη.

Από το σωζόμενο κειμενικό υλικό αντλούμε άπειρες πληροφορίες για τα έργα και τις δημιουργίες που χάθηκαν ή ψήγματα μόνο

από αυτά που διασώθηκαν. Πάντα έχουμε την ελπίδα ότι θα με-γαλώσουμε τον όγκο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έργα

θαμμένα και ξεχασμένα όπως συνέβη τους τελευταίους αιώνες.

Η απώλεια τόσων και τόσων κειμένων δεν εμπόδισε την αρχαία ελληνική λογοτεχνία να συνεχίσει να δημιουργεί. Δεν κινδύ-νεψε να λησμονηθεί ή να καταστραφεί και όπως γράφει ο Β. Κνοχ

«… γιατί η συνέχεια της κουλτούρας στην οποία βασιζόταν, ποτέ

δεν αποκόπηκε και δεν υπήρχε εκτενής κατολίσθηση στη βαρβαρότητα».

Μπορούμε εύκολα να πούμε, πως η αρχαία ελληνική λογοτεχνία αρχίζει με τα δύο έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, καθώς κανέναν παλαιότερο κείμενο, ποιητικό ή πεζό, δε διασώθηκε, Η δυσκολία έγκειται στον καθορισμό ημερομηνίας λή-ξης της λογοτεχνίας αυτής. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η λογοτεχνική

δημιουργία στην ελληνική γλώσσα συνεχίστηκε για αιώνες αφό-του ο αρχαίος ελληνικός κόσμος είχε συρρικνωθεί και η εποχή

του κλασικισμού είχε παρέλθει.

Είναι πολλοί αυτοί που υποστήριξαν ότι αυτό συνέπεσε με το

τέλος της περιόδου της σταθερότητας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, που συμπίπτει με τη λήξη του 3ου αιώνα μ.Χ. Άρα, όταν

μιλούμε για αρχαία ελληνική λογοτεχνία εννοούμε ένα χρονικό

διάστημα χιλίων και πλέον ετών (750 π.Χ. - 300 μ.Χ.).

193

Θίξαμε και αλλού τα αίτια της απώλειας του μεγαλύτερου μέρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ας τα επαναλάβουμε: Γραφή σε ευτελή και μη ανθεκτικά στο χρόνο υλικά, πάπυρο ή

επεξεργασμένα δέρματα κατσίκας, δυσκολία παραγωγής πολλών

αντιγράφων, πόλεμοι, καταστροφές, μεταναστεύσεις. Και κάτι

απόλυτα φυσιολογικό. Αν τα καινούργια έργα ήταν αρτιότερα από

τα προηγούμενα, τα παλαιά υποβαθμίζονταν και ήταν εύκολο να

χαθούν. Όπως συμβαίνει με τη φυσική επιλογή, επιβίωναν τα έρ-γα που είχαν περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά.

Σίγουρα η ιστορία της επιβίωσης αρχίζει με τη χρήση και τη

διάδοση της απλουστευμένης φωνητικής (Φοινικικής) γραφής.

Δεν υπήρχε άλλος τρόπος διατήρησης ενός εκτεταμένου σταθε-ρού κειμένου.

Τα πολλά αντίγραφα ενός κειμένου, ποιητικού ή πεζού, ήταν ο

σοβαρότερος παράγοντας για τη διάσωσή του. Δεν γνωρίζουμε

πότε ακριβώς εισήχθηκε ο πάπυρος στην κυρίως Ελλάδα. Πιστεύεται ότι αυτό έγινε γύρω στο 750 π.Χ.

Οι Ίωνες της Μιλήτου έχοντας ιδρύσει μια αποικία στις εκβολές του ποταμού Νείλου, τη Ναύκρατη, γύρω στον ένατο αιώνα, είχαν ευκολότερη πρόσβαση στο σπουδαίο αυτό υλικό, τον πάπυρο. Κάποια σχέση υπάρχει σίγουρα με το γεγονός αυτό και την

καταγραφή των επών από τον Όμηρο.

Η έστω και περιορισμένη (λόγω δυσκολιών ή έλλειψης ενδια-φέροντος) κυκλοφορία κειμένων με χειρόγραφα αντίγραφα διέσωσε πολλά από τα πρώιμα έργα, προτού δηλαδή η παραγωγή

αντιγράφων εξελιχτεί σε ένα είδος βιοτεχνίας και εμπορίου. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι από τον 5ο π.Χ. αιώνα και μετά υπήρχε

βιβλιεμπόριο στην Αθήνα. Με την όποια ζήτηση των αντιγράφων

διασώθηκαν αρκετά από τα έργα του παρελθόντος. Τα υπόλοιπα

πέρασαν στον κόσμο της σιωπής και της λήθης.

Την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πόλη που έχτισε ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Πτολεμαίοι την κατέστησαν ένα ισχυρό πνευματικό

194

κέντρο που ανταγωνίστηκε και πραγματικά ξεπέρασε την Αθήνα.

Σε όλους σχεδόν του τομείς της μάθησης εκτός από τη φιλοσοφία.

Με τους αποικισμούς που είχαν προηγηθεί και προ παντός με

την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και υστερότερα με τους Διαδόχους, η ελληνική παιδεία είχε εξαπλωθεί στα παράλια της Μεσογείου. Η γλώσσα, τροποποιημένη μορφή της Αττικής (γνωστή

ως κοινή) έγινε γλώσσα της διοίκησης και της εκπαίδευσης.

Πολλοί αλλόφυλοι συγγραφείς (Ζήνων, Λουκιανός κ.ά.) έγραψαν τα έργα τους στην ελληνική γλώσσα Άξιοι βιβλιοφύλακες και

λόγιοι, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη συλλογή και διευθέτηση

ελληνικών κειμένων ήταν αυτοί που διέσωσαν μεγάλο μέρος της

ελληνικής γραμματείας.

Όταν οι Αλεξανδρινοί τον 3ο π.Χ. αιώνα άρχισαν να ασχολούνται με την συλλογή και την έκδοση σε βιβλία (κυλίνδρους παπύρου) έργων του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. και εφεξής, διαπίστωσαν

ότι είχε φτάσει ως αυτούς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μεγάλος

όγκος λογοτεχνικών κειμένων, κυρίως ποιητικών. Η παραγωγή

έργων που ήταν διαθέσιμη για πολλαπλασιασμό αντιτύπων υπο-δηλώνει ότι αυτά κυκλοφορούσαν σ’ ένα σεβαστό αριθμό.

Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Εξέδωσαν έξι βιβλία του

Σπαρτιάτη ποιητή Αλκμάνα, δύο του Ίωνα Μίμνερμου και επτά

του επίσης Σπαρτιάτη ποιητή Τυρταίου. Δέκα βιβλία του Αλκαί-ου, εννέα της Σαπφώς, επτά του Ίβυκου από το Ρήγιο της Ν. Ιταλίας, επτά του Ανακρέοντα κλπ. Επίσης πέντε χιλιάδες στίχους

ιαμβικούς και ελεγειακούς του Αθηναίου Σόλωνα. Είναι ο ίδιος

που σαν άρχων της Αθήνας το 594 π.Χ. έκανε νόμους που ρύθμι-ζαν τη λειτουργία των πρώτων σχολείων. Μπορείτε να το φαντα-στείτε; Σχολεία στην Αθήνα το 600 π.Χ.

Θα ήταν μακριά από την αλήθεια αν υποστηρίζαμε ότι η παιδεία είχε γίνει κοινωνικό αγαθό. Δεν είχαν όλοι πρόσβαση σ’ αυτήν. Δεν έφτανε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η στοιχειώδης

παιδεία γινόταν προσιτή μόνο με τη δαπάνη κάποιου ευεργέτη. Οι

195

κατώτερες τάξεις που δεν μπορούσαν να επωφεληθούν, έρχονταν

σ’ επαφή με την παιδεία πηγαίνοντας δωρεάν στο θέατρο ή ακούγοντας τους αοιδούς στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Στο θέμα της

παιδείας υπήρξε μεγάλη πρόοδος στην Αθήνα με την ίδρυση διαφόρων σχολών και εκπαιδευτηρίων.

Με το πέρασμα των χρόνων η παραγωγή των χειρογράφων έγινε κανονικό εμπόριο. Προσφορά και ζήτηση. Βασιλιάδες, άρχοντες, εύποροι πολίτες, διανοούμενοι, ζητούσαν αντίγραφα. Η κα-τοχή τους ανέβαζε το κύρος του ιδιοκτήτη.

Μιλήσαμε για προσφορά και ζήτηση. Ποια αντίγραφα είχαν

περισσότερη ζήτηση; Σίγουρα τα έργα των πιο γνωστών δημιουργών. Και ποιος μπορεί να φανταστεί συγγραφέα πιο γνωστό από

τον Όμηρο; Πολλά αντίγραφα τα έφαγε η φωτιά, η υγρασία, η

φθορά του χρόνου. Κάποια ευτυχώς γλύτωσαν. Και οι Μούσες, που τόσο αγαπούν την ποίηση, γλύτωσαν από τη φθορά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

Η παλαιότερη πλήρης σωζόμενη Οδύσσεια είναι από τα τέλη

του 10ου αιώνα και σήμερα βρίσκεται στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία. Εκεί φυλάσσεται σαν ένας από τους σπουδαιότερους θησαυρούς του ιδρύματος.

Λίγο παλαιότερα και ταυτόχρονα το πλήρες χειρόγραφο του

Ομήρου οπουδήποτε στον κόσμο, είναι η Ιλιάδα την οποία ανακάλυψε ο Γάλλος Βελουαζών το 1788, ψάχνοντας στα σκοτεινά

υπόγεια της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία. Είναι ένα έξοχο χειρόγραφο, 654 μεγάλες σελίδες, καμωμένες από δέρμα κατσίκας. Το χειρόγραφο αυτό, είναι γνωστό ως Venetus A. Υπολογίστηκε ότι δημιουργήθηκε γύρω στο 950 στο Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη). Το χειρόγραφο μεταφέρθηκε στην Ιταλία το

1468. Υπάρχουν και άλλα χειρόγραφα από την ελληνική παράδοση στο Βατικανό και στη Μονή της αγίας Αικατερίνης στο Σινά, όμως κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το Venetus A.

196

Η ιστορία της επιβίωσης αρχαίων κειμένων δεν μπορεί να αγνοήσει το ρόλο που διαδραμάτισαν οι διάφορες μικρές ή μεγάλες

βιβλιοθήκες της αρχαιότητας. Εμείς γνωρίζουμε τις πιο γνωστές: Αλεξάνδρειας, Περγάμου, Αθηνών, Ρώμης, κλπ.

Είναι τραγικό που καμιά από τις βιβλιοθήκες αυτές δε διέσωσε

το θησαυρό της. Μα τότε ποια ήταν η προσφορά τους; Το θίξαμε

για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας: Η ταξινόμηση και η παραγωγή αντιγράφων.

Όλες οι πληροφορίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ακαδημία του Πλάτωνα διέθετε στη συλλογή της αρκετά από τα βιβλία

που κυκλοφορούσαν σαν αντίγραφα στην εποχή της. Ο Αλεξαν-δρινός βιογράφος Σάτυρος (Διογένης Λαέρτιος 3.9) γράφει ότι ο

Πλάτων επιφόρτισε τον φίλο και μαθητή του Δίωνα να αγοράσει, αντί ποσού εκατόν μνων, τους τρεις τόμους της φιλοσοφίας του

Φιλόλαου.

Με την ίδρυση της φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλη στην

Αθήνα, το γνωστό μας Λύκειο, φτάνουμε στην πρώτη σοβαρή

βιβλιοθήκη ιδρύματος. Ο Στράβων αποκαλεί τον Αριστοτέλη

«τον πρώτο για τον οποίο γνωρίζουμε ότι συγκέντρωσε βιβλία».

Μια επιγραφή που βρέθηκε στην Κω (2ος αιώνας π.Χ.) αναφέρει ότι διάφοροι ευεργέτες προσέφεραν χρήματα ή βιβλία για να

εμπλουτιστεί η βιβλιοθήκη τους.

Η γλώσσα ήταν ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες σ’

αυτό που εμείς αποκαλέσαμε ιστορία της επιβίωσης. Στη μακρά

διαδρομή της η αλλαγή της ελληνικής γλώσσας υπήρξε βραδεία.

Δεν είχε την τύχη της λατινικής που διασπάστηκε σε αρκετές χωριστές γλώσσες. Υπήρξαν κατανοητές διαφορές από τόπο σε τό-πο, αλλά η γλώσσα παρέμεινε ενιαία. Η διαφορά γραπτής και

προφορικής γλώσσας μεγάλωσε με το πέρασμα των αιώνων. Τη

διαμεσολάβηση ανέλαβε η παιδεία.

Τον 7ο μ.Χ. αιώνα, κατακτημένη από τους Άραβες, η Αίγυπτος

δεν ήταν πια μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτό το γεγο-197

νός είχε σαν συνέπεια την σταδιακή έλλειψη του παπύρου, που

ήταν απαραίτητη γραφική ύλη. Λένε πως στη ζωή δημιουργούνται

προβλήματα για να επιλύονται. Έγινε μια ιστορική ανατροπή. Η

περγαμηνή (επεξεργασμένο δέρμα κατσίκας) άρχισε ν’ αντικαθι-στά τον πάπυρο, ακριβώς όπως τον 8ο π.Χ. αιώνα ο πάπυρος αντι-κατέστησε την περγαμηνή μεταξύ των Ελλήνων.

Η επινόηση της συνεχούς γραφής με πεζά γράμματα ήταν μια

προοδευτική επανάσταση. Η επινόηση αυτή επέτρεπε στους γραφείς να παράγουν περισσότερα αντίγραφα σε λιγότερο χρόνο και

μικρότερο κόστος, αφού χρειάζονταν λιγότερες σελίδες για να

χωρέσουν κάποιο κείμενο.

Τα κεφαλαία γράμματα έπιαναν το διπλάσιο χώρο. Ένας αναγνώστης επομένως στις ίδιες γραφικές επιφάνειας μπορούσε να

διαβάσει διπλάσιο όγκο κειμένου. Ακόμη και το σύνολο ενός

πρωτοτύπου κειμένου και όχι μόνο αποσπάσματα ή ανθολογίες, Κοντολογίς, η δουλειά για τους αντιγραφείς είχε γίνει πιο εύκολη

και η παραγωγή αντιγράφων αυξητική.

Τον 8ο αιώνα οι νόμοι του Βυζαντίου μεταφράζονταν στη Λατινική και στην Ελληνική γλώσσα, αλλά μόνο τα ελληνικά θεωρούνταν η φυσική γλώσσα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας.

Πολλοί αλλόφυλοι με κλασική παιδεία έγραφαν στην ελληνική

γλώσσα και πολλές σχολές μελετούσαν αρχαία συγγράμματα.

Το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης διέθετε βιβλιοθήκη

με πάνω από 35.000 τόμους που περιλάμβαναν πολλά ελληνικά

έργα μεταξύ των οποίων ένα χειρόγραφο των έργων του Ομήρου

γραμμένο σε κυλίνδρους περγαμηνής.

Μετά την πρώτη μετάφραση της «Οδύσσειας» στα λατινικά

από τον Λίβυο Ανδρόνικο το 240 π.Χ. έγιναν, στο πέρασμα των

αιώνων, άπειρες μεταφράσεις των ομηρικών κειμένων σε πολλές

γλώσσες και σε πολλούς λαούς. Μέχρι σήμερα δεν στάθηκε δυνατό να καταρτιστεί ένας κατάλογος που να περιέχει όλες της μεταφράσεις, ούτε καν κατά προσέγγιση. Καινούργιες μεταφράσεις

198

εμφανίζονται στις διάφορες γλώσσες σχεδόν κάθε χρόνο. Πολλές

από τις μεταφράσεις έχουν καταξιωθεί ως κλασικά έργα στις ευρωπαϊκές γλώσσες.

Από όλα τα λογοτεχνικά έργα, αν εξαιρέσουμε τη Βίβλο από

την εν λόγω κατηγορία, αυτά που μεταφράζονται συχνότερα είναι

η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.

Υπάρχουν εκατοντάδες πλήρεις μεταφράσεις ή και επιλεκτι-κές. Όσοι δεν μπορούν να προσεγγίσουν τη γλώσσα του πρωτοτύπου, την ελληνική, χρησιμοποιούν τις μεταφράσεις προγενε-στέρων στις γλώσσες που γνωρίζουν. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε ότι η μετάφραση από το πρωτότυπο είναι η πιο ιδανική.

Τ’ αρχαία χειρόγραφα των ομηρικών ποιημάτων έχουν χαθεί.

Οφείλουμε τη διατήρηση των κειμένων τους στη φιλόπονη αντι-γραφική δραστηριότητα των βυζαντινών που βασίζονταν σε έργα

της Αλεξανδρινής φιλολογίας. Παρ’ όλη τη διατήρηση των κειμένων αυτών πέρασε πολύς καιρός πριν η Ευρώπη έρθει πάλι σ’ επαφή με τον Όμηρο.

199