ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ by ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΓΛΟΥ - HTML preview

PLEASE NOTE: This is an HTML preview only and some elements such as links or page numbers may be incorrect.
Download the book in PDF, ePub, Kindle for a complete version.

Ο ΟΜΗΡΟΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ετά τον 12ο αιώνα αρχίζει για τη Ρωσία η αφομοίωση

Μτου Βυζαντινού Πολιτισμού. Μέχρι τότε μπορούμε να

πούμε ότι η αχανής αυτή χώρα βρισκόταν στο βαθύ σκοτάδι του

μεσαίωνα. Όταν στη χώρα αυτή άρχισαν να φυσάνε οι άνεμοι του

δυτικού πολιτισμού τα πάντα άρχισαν, αργά αλλά σταθερά, ν’ αλλάζουν.

Οι κοινωνικές δομές για πολλούς ακόμη αιώνες έμειναν αναλλοίωτες αλλά οι προνομιούχες τάξεις άρχισαν να ενδιαφέρονται

για πολιτισμό και μόρφωση. Κοντά στην αποκλειστική μέχρι τότε

εκκλησιαστική λογοτεχνία άρχισε δειλά – δειλά να εμφανίζεται η

αρχαία ελληνική και λατινική λογοτεχνία.

Στον τομέα της τέχνης και πιο συγκεκριμένα σ’ αυτή της γραπτής λογοτεχνίας οι Ρώσοι σημείωσαν αλματώδη πρόοδο. Και όχι

μόνο. Όλα τα ζητήματα που είχαν κινήσει το ενδιαφέρον των

μορφωμένων ανθρώπων της Δύσης, βρήκαν ζωηρή απήχηση και

στους Ρώσους.

Για πρώτη φορά το όνομα του Ομήρου αναφέρεται γύρω στα

1250, όταν ο μητροπολίτης του Σμολένσκ Κλήμης αναγκάζεται

να δικαιολογηθεί, όταν τον κατηγορούν για τη συμπάθεια που έ-νοιωθε για την ελληνική σοφία και συγκεκριμένα για τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Επίσης γύρω στα 1260 κυκλοφόρησε στη Ρωσία ένα ιστορικό μυθιστόρημα με θέμα τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα. Στο βιβλίο αυτό γίνονται διάφορες παρα-πομπές στον Όμηρο και αναφέρονται πολλοί ήρωες της Ιλιάδας.

Τον 15ο αιώνα έφτασε στη Ρωσία μια νοτιοσλαβική μετάφραση με τίτλο «Παραβολές για την Τροία». Ακολούθησαν πολλά

αποσπασματικά κείμενα γύρω από τα τρωικά επηρεασμένα από

τον Όμηρο. Διασκευές και παραφθορές χωρίς κάτι το αξιόλογο.

275

Το τρένο του πολιτισμού και της λογοτεχνίας ωστόσο είχε ξεκινήσει στη Ρωσία.

Καθώς περνούσαν οι αιώνες, στη Ρωσία αναπτύχθηκε η πολιτιστική κίνηση. Άρχισαν οι αλλαγές και ανταλλαγές με τη Δύση

και η ανάγκη της μόρφωσης απλώθηκε παντού. Άνοιξαν ελληνικές και λατινικές σχολές. Αυξήθηκε το ενδιαφέρον για τον αρχαίο

πολιτισμό και τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα για τον Όμηρο.

Ανάμεσα στα βιβλία και τα χειρόγραφα που έφερε μαζί του

στη Ρωσία από το Άγιο Όρος (Άθω) ο Αρσένιος Σουχάνωφ, ύστερα από διαταγή του Μίκωνα, υπήρχαν και τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου, του Αισχύλου κλπ.

Μπορούμε να πούμε ότι το 18ο αιώνα ήταν για την Δυτική και

τη Ρωσική λογοτεχνία η εποχή του κλασικισμού. Το ενδιαφέρον

για τον Όμηρο ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Σε όλη την Ευρώπη

γίνονταν συζητήσεις επί συζητήσεων, εκδίδονταν βιβλία, στις

κλασικές σχολές και τα πανεπιστήμια ήταν το πρώτο θέμα. Ο Όμηρος ανεστήθη εκ νεκρών.

Πάμπολλοι Ρώσοι συγγραφείς και διανοούμενοι ασχολήθηκαν

με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, είτε προσπαθώντας να τις μετα-φράσουν είτε γράφοντας εκτεταμένα σχόλια. Φυσικά δεν μπορούσε να μην ασχοληθεί με τον Όμηρο και ο μεγαλοφυής Λομο-νόσωφ. Θεωρούσε τα έργα του Ομήρου σαν πρότυπα καλλιτεχνι-κής δημιουργίας. Δοκίμασε κι αυτός να μεταφράσει την Ιλιάδα.

Στα χαρτιά του βρέθηκαν αρκετοί μεταφρασμένοι στίχοι.

Μετά το 1820 το ενδιαφέρον για τον Όμηρο γίνεται πιο έντονο. Ο Πούσκιν, έφηβος ακόμα, διάβασε τα δύο ποιήματα του Ομήρου στη γαλλική μετάφραση του Μιτοπμέ. Σ’ ένα του γραφτό

αναφέρει και τον Όμηρο ανάμεσα στους αγαπημένους του ποιητές. Στα 1823-1825 δημοσιεύτηκε μια πεζή μετάφραση της Ιλιάδας και στα 1826-1828 και η πεζή μετάφραση της Οδύσσειας. Με

εντολή του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ στα 1820-30 ο καθηγητής

στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης Ντιμήτρι Ποπώφ έκανε την

276

πλήρη πεζή μετάφραση της Ιλιάδας . Η μετάφραση αυτή βρίσκεται τώρα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σαλτικώφ στην Πετρούπολη.

Το αποκορύφωμα των σοβαρών μεταφράσεων του Ομήρου

στη Ρωσία εκφράστηκε με την καταπληκτική εργασία του Ν. Ι.

Γκνιέντιτς πάνω στην Ιλιάδα. Ο φοβερός αυτός πνευματικός εργάτης αφιέρωσε είκοσι ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του για να

κάνει μια ανεπανάληπτη μετάφραση της Ιλιάδας στα Ρώσικα.

Ο ακαδημαϊκός καθηγητής Σ.Μ. Ράντσιγκ, εκτιμώντας το έργο

του Γκνιέντιτς, μεταξύ άλλων γράφει: «Αυτή την εργασία πρέπει

να τη θεωρούμε όχι μόνο σαν ένα σπουδαίο λογοτεχνικό επίτευγ-μα, που μύησε το ρωσικό κοινό και τη ρωσική λογοτεχνία σ’ ένα

από τα πιο μεγαλειώδη έργα της παγκόσμιας ποίησης. Πλούτισε

τη ρωσική λογοτεχνική γλώσσα με νέες εικόνες και εκφράσεις, αλλά και σαν αποτέλεσμα μεγάλης επιστημονικής –ερμηνευτικής

προσπάθειας, γιατί ο συγγραφέας στην επεξεργασία της μετάφρασης έκανε πολύτιμες έρευνες για τη βαθύτερη κατανόηση του

κειμένου».

Ο Ν.Ι. Γκνιέντις ήξερε θαυμάσια την ελληνική γλώσσα και

χρησιμοποίησε στη μετάφρασή του τις καλύτερες επιστημονικές

πληροφορίες για τη σημασία και την ερμηνεία των λέξεων του

αρχικού κειμένου. Αξιοπρόσεχτη είναι η βαθιά ιστορική του αντίληψη για τον κόσμο της αρχαιότητας. Υποστήριζε ότι για να καταλάβουμε τα έπη πρέπει να μεταφερθούμε στον αιώνα του Ομήρου, να γίνουμε σύγχρονοί του, να ζήσουμε με τους ήρωές του σ’

ένα κόσμο που πια δεν υπάρχει. Ο Γκνιέντιτς ήθελε να δώσει στη

μετάφρασή του τον γνήσιο, μη εξωραϊσμένο Όμηρο, μακριά από

τη λεπτότητα και την αβρότητα των σαλονιών.

Για τον σπουδαίο αυτόν διανοούμενο, ο κόσμος της Ιλιάδας

ήταν ένας κόσμος που εξέφραζε την «παιδική ηλικία της ανθρωπότητας», όπως θα υποστήριζαν αργότερα οι μεγάλοι θεωρητικοί

και μελετητές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.

277

Οι αρνητές της ύπαρξης του Ομήρου, σαν μοναδικού δημιουργού της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, εφάρμοσαν μεθόδους «ι-στορικοκριτικής ανάλυσης» ψάχνοντας να βρουν ενδείξεις που να

στηρίζουν τις απόψεις τους. Στην αρχή σήκωσαν πολύ σκόνη.

Όταν αυτή καταλάγιασε έχασαν το κοινό τους. Η συντριπτική

πλειοψηφία των συγγραφέων και των σοφών της Ευρώπης απο-ποιήθηκε τις θεωρίας τους.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Γκνιέντις, που αφιέρωσε μεγάλο

μέρος της ζωής του μελετώντας την ελληνική γλώσσα κα τον Όμηρο. Είχε μελετήσει τα έργα του Βίκο, του Βουντ, του Βολφ του

Τσεζαρόττι, του Φος κ.ά. πάνω στο ομηρικό ζήτημα και η γνώμη

του πάνω στις καινούργιες θεωρίες ήταν αρνητική.

Οι θεωρίες αυτές, βγαλμένες από το σκοτάδι ύστερα από 2.500

χρόνια, αμφισβητούσαν αυτό που παραδέχονταν όλος ο αρχαίος

κόσμος. Ότι δηλαδή υπήρξε ένας ποιητής που έγραψε την Ιλιάδα

και την Οδύσσεια και αυτός ήταν ο Όμηρος. Στους αρνητές αυτούς απάντησε ο Γκνιέντις λέγοντας πως η αμφιβολία απέχει πολύ

από την αλήθεια. Τους αποκαλούσε πλούσιους σε φθόνο, αλλά

φτωχούς στο πνεύμα. Έγραψε σ’ ένα του ποίημα:

«… Και με την τερατώδη τους κομπάζοντας πλάνη

καταξεσκίζουν την αθάνατη κληρονομιά του ποιητή

και τη μοιράζουν σε πολλούς τραγουδιστάδες».

Αυτό είναι μια ξεκάθαρη απάντηση στη «θεωρία των μικρών

ασμάτων». Στη συρραφή δηλαδή πολλών ασμάτων για τη δημιουργία του μεγάλου έπους.

Οι μεταφράσεις, τα άρθρα, τα σχόλια και οι συζητήσεις στα

μεγάλα πνευματικά ιδρύματα αποκάλυψαν έναν καινούργιο κόσμο στους Ρώσους αναγνώστες. Από τους πρώτους που εκφρά-στηκαν κολακευτικά για την ποίηση του Ομήρου ήταν ο ελληνιστής Κριλώφ και ο ποιητής Πούσκιν.

Με τη γνώμη του Γκνέντιτς, του Γκόγκολ και του Ζουκόφσκ

συμφωνεί και ο Μπελίνσκι και διαφωνεί με τις απόψεις εκείνων

278

που αρνούνται, πως ο συγγραφέας των ομηρικών ποιημάτων είναι

ένας.

Ας πλησιάσουμε τώρα λίγο τα ιερά τέρατα των Ρώσικων

Γραμμάτων, τα βαριά θωρηκτά της ρωσικής λογοτεχνίας: Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι, Μπελίνσκι, Λ. Τολστόι, Τσερνισέφσκι, Τουργκένιεφ. Έχουν αρκετά να μας πουν για τον Όμηρο.

Το ομηρικό ζήτημα απασχόλησε και τον Γκόγκολ. Πήρε φανερά αρνητική στάση απέναντι σε όλες τις καινούργιες ατεκμηρίωτες θεωρίες που αρνούνταν την ύπαρξη του Ομήρου. «Πόσο ηλί-θιοι είναι οι Γερμανοί εξυπνάκηδες –γράφει σ’ ένα από τα γράμ-ματά του– που σοφίστηκαν πως τάχα ο Όμηρος είναι μύθος και

όλο του το έργο λαϊκά τραγούδια και ραψωδίες.

Σε πολλά τους σημεία τα έργα του είναι φανερά επηρεασμένα

από τον ποιητή, κυρίως από την Οδύσσεια «Όσους υποφέρουν

και βασανίζονται από την ευρωπαϊκή του τελειότητα -γράφει- η

Οδύσσεια θα τους επηρεάσει ευεργετικά. Θα τους θυμίσει πολλή

παιδική ομορφιά, που (αλίμονο) την έχουμε χάσει, μα που η ανθρωπότητα πρέπει να την αποκτήσει ξανά».

Ο Π. Β. Ανένκοφ λέει, πως μέσα στα λίγα βιβλία που πήρε μα-ζί του ο Γκόγκολ όταν πήγε στη Ρώμη ήταν και η Ιλιάδα σε μετάφραση του Γκνιέντιτς.

Ο Ντοστογιέφσκι είχε γοητευτεί από τον Όμηρο. Σ’ ένα του

γράμμα στον αδερφό του Μιχαήλ, που διεύθυνε ένα φιλολογικό

έντυπο, έγραφε: «Ο θεός έστειλε τον Χριστό ενσαρκωμένο στη γη

για να σώσει τους ανθρώπους. Το ίδιο έκανε και με τον Όμηρο.

Μα μη τον συγκρίνουμε με τον Βίκτωρα Ουγκώ, αλλά μόνο με

τον Χριστό…».

Σε μεγάλη εκτίμηση είχε την ποίηση του Ομήρου και ο Μπελίνσκι, που σε πολλά του κείμενα τον θεωρεί πρότυπο. Τον αποκαλεί αθάνατο «αιώνια νέο γέροντα, αφελή μεγαλοφυΐα, που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του όλη τη σύγχρονή του σοφία».

279

Προτιμάει την απλότητα και τη ζωντάνια του Ομήρου από την

κομψευόμενη λειτουργία του Βιργιλίου στην «Αινειάδα». Ο Μπελίνσκι παρατηρεί: «Παρ’ όλο που η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι

εθνικά ελληνικά δημιουργήματα, ανήκουν ταυτόχρονα σε όλη την

ανθρωπότητα». Διαβάζοντας τον Όμηρο βλέπετε ολοκληρωμένη

μια καλλιτεχνική τελειότητα».

Ο μεγάλος Λέων Τολστόι διαβάζοντας τον Όμηρο από τις μεταφράσεις, όταν ακόμα ήταν νέος, είχε καταλάβει ότι η ποίηση

αυτή έχει αξιοθαύμαστες αρετές. Αργότερα, όταν με πάθος μελε-τούσε την ελληνική γλώσσα, κατάλαβε πόσο λίγο αποδίδουν τη

γνήσια ουσία του Ομήρου οι μεταφράσεις. Σε ένα γράμμα του στο

Φετ (1870) εκφράζει με καταπληκτική παραστατικότητα τη σχέση

που υπάρχει ανάμεσα στον Όμηρο και στους μεταφραστές του:

«Άνοστη αλλά αυθόρμητη σύγκριση: Το βρασμένο (διατηρημένο) νερό με το νερό της πηγής που σου πονάει τα δόντια, που είναι

γεμάτο με λάμψη και ήλιο, ακόμη και με σκουπιδάκια, που το κάνουν ακόμη πιο καθαρό και πιο φρέσκο δεν υπάρχει μόρφωση

χωρίς τη γνώση της ελληνική γλώσσας».

Οι καιροί άρχισαν ν’ αλλάζουν και σιγά – σιγά, προοδευτικά, τον ρομαντισμό στη λογοτεχνία άρχισε να παίρνει ο ρεαλισμός.

Άρχισε να εμφανίζεται στον καλλιτεχνικό ορίζοντα καινούργια

ομάδα νέων δημιουργών. Στην ομάδα αυτή ανήκει ο Τσερνιτσέφ-σκι ο οποίος γνωρίζει τα μεγάλα προτερήματα της ομηρικής ποίησης και υποδείχνει, πως για την κατανόηση του Ομήρου ή όποιου αρχαίου ποιητή, πρέπει να έχουμε υπόψη τις συνθήκες του πε-ριβάλλοντος όπου έζησε.

Μεγάλη εκτίμηση για την ποίηση του Ομήρου είχε και ο

Τουργκένιεφ. «Η ψυχή μου, έγραφε, επιθυμεί ν’ αρμενίσει στη

θάλασσα του ομηρικού έπους». Σε μια διατριβή του στα 1841

γράφει: «Τα ποιήματα του Ομήρου μας παρουσιάζουν το πραγματικό, ή καλύτερα, το μοναδικό πρότυπο της επικής ποίησης. Ότι

θα θέλαμε να βρούμε σε τέτοιου είδους ποιήματα το συναντάμε

280

σε μεγάλη αφθονία στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια: απλότητα, δύναμη, έμπνευση, γοητευτική περιγραφή των αρχαίων ηθών και

εθίμων, ζωντανή απεικόνιση των μαχών και τόσα άλλα, που δεν

μπορεί κανείς να τα εξαφανίσει με λίγα λόγια».

Εκατοντάδες συγγραφείς και διανοούμενοι, γνωστοί και άγνωστοι, μικροί και μεγάλοι ασχολήθηκαν με τον Όμηρο στο παρελθόν. Το θέμα «ΟΜΗΡΟΣ» όμως δεν έχει εξαντληθεί. Γράφονται

ακόμα και θα γράφονται χωρίς τελειωμό άρθρα και βιβλία για τα

σημαντικά αυτά ποιήματα. Επαινετικά ή όχι, ο Όμηρος είναι αθάνατος3.

3 Υ.Γ. Έχω μια απορία. Αν γίνει η Δευτέρα παρουσία και αναστηθούν οι νεκροί

και διαβάσει ο καθηγητάκος μας ο Βολφ ότι οι Έλληνες είχαν γραφή τον 8ο αιώνα, όσα επαινετικά έγραφαν για τον Όμηρο εκατοντάδες σπουδαίοι λογοτέχνες

και διανοούμενοι θα ζητήσει συγνώμη για όσα ατεκμηρίωτα υποστήριξε ή θα

τρέξει να κρυφτεί πάλι στον τάφο του; 281