Φόβος κανένας by Γιάννης Φαρσάρης - HTML preview

PLEASE NOTE: This is an HTML preview only and some elements such as links or page numbers may be incorrect.
Download the book in PDF, ePub, Kindle for a complete version.

Μαύρο μανταρίνι

Εβγαλα το κεφαλι έξω απ’ το παράθυρο του υπογείου αγουροξυπνημένος. Το σκούρο πρόσωπό μου φόβισε πάλι τη γειτόνισσα του απέναντι μπαλκονιού, που μπήκε μέσα και κλείδωσε και την αλουμινόπορτα. Η μέρα έδειχνε πως θα πάει για βροχή κι έριξα μια βρισιά απελπισίας. Δίπλωσα πρόχειρα το πάπλωμα πάνω στο στρώμα κι έφτιαξα ένα κουταλάτο νεσκαφέ με νερό της βρύσης. Και τέσσερις κουταλιές ζάχαρη.

Οι συγκάτοικοί μου είχαν φύγει από νωρίς για δουλειά, να προλάβουν στην πρωινή κίνηση των φαναριών να καθαρίσουν πολλά τζάμια. Μένουμε πέντε νοματαίοι σε είκοσι οκτώ τετραγωνικά στο υπόγειο και πληρώνουμε σαράντα πέντε ευρώ ο καθένας, μαζί με τα κοινόχρηστα. Δεν είναι άσχημα, αλλά έχει πολλές κατσαρίδες κι εγώ σιχαίνομαι. Με τα ποντίκια, πάλι, δεν έχω πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι οι δουλειές στην οικοδομή δεν πηγαίνουν καλά κι είμαι άνεργος. Ούτε γυναίκα μπορώ να βρω και νιώθω μόνος, μα γυναίκα δεν είχα ποτέ στην Ελλάδα, ενώ δουλειά έβρισκα πάντα. Έχω κάνει όλες τις σκληρές αγγαρείες στην οικοδομή και στα χωράφια και δε με πείραξε, όμως τζάμια αυτοκινήτων δε θέλω να καθαρίζω. Δεν αντέχω τα βλέμματά τους κι ας είναι η μοναδική δουλειά που μπορώ να βρω. Σε πέντε λεπτά περπατούσα στο δρόμο, με τον κουβά και το κοντάρι στα χέρια και το μπουκαλάκι με το απορρυπαντικό στην κωλότσεπη. Αν είχα δυο χέρια να με χαϊδεύουν κάθε βράδυ, δε θα μ’ ένοιαζε τίποτα.

Μέσα στην πρώτη ώρα, παρά το μποτιλιάρισμα, είχα εισπράξει μόνο τρία κέρματα κι ας είχα καθαρίσει πάνω από είκοσι παρμπρίζ. Οι υπόλοιποι με κορόιδεψαν, αφού πρώτα μ’ άφησαν να καθαρίσω τη σκόνη. Δέχομαι τη μοίρα μου γιατί πρέπει να βγει το μεροκάματο, όσο μικρό κι αν είναι, όσο κρύο κι αν κάνει.

Το πρώτο χαμόγελο που συνάντησα ύστερα από ώρα, ανήκε σ’ έναν χοντρούλη με σγουρό μούσι, που οδηγούσε ένα κόκκινο σαράβαλο μίνι κούπερ. Όση ώρα τού καθάριζα τα τζάμια, κουνιόταν με τη μουσική και μόλις άναψε το πράσινο, μου άπλωσε το χέρι φωνάζοντας: «Δεν έχω λεφτά, φιλαράκο, πάρε ένα μανταρίνι».

Έμεινα για λίγο ακίνητος και μετά γύρισα τον κουβά ανάποδα και κάθισα δίπλα στο φανάρι. Άρχισα να καθαρίζω τον καρπό με τα βρώμικα νύχια μου και η σκέψη μου πήγε πίσω στην πατρίδα, στην αυλή με τις μανταρινιές που μεγάλωσα. Κάθε μπουκιά που ’βαζα στο στόμα, με γέμιζε γλύκα και μ’ έκανε όλο και πιο ανυπόμονο. Καταπίνοντας την τελευταία μπουκιά σηκώθηκα σίγουρος. Θα γυρίσω πίσω, γιατί δεν έχει τίποτα πια να μου προσφέρει η ξενιτιά. Άρχισα να περπατώ αργά το δρόμο για το υπόγειο. Είναι η τελευταία φορά κι είμαι χαρούμενος. Ελπίζω μονάχα εκείνη η μικρή όμορφη γειτόνισσα στο χωριό να μην έχει προλάβει να παντρευτεί. Τέσσερα χρόνια λείπω μόνο.